Δημήτρης Σακαρέλλος

Δημήτρης Σακαρέλλος (1900-1943)

image


Του Δημήτρη Παλαιολογόπουλου, συγγραφέα,
δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 14-02-2010


Είναι γνωστό πως ένας σημαντικός αριθμός αγωνιστών του Iσπανικού Eμφυλίου Πολέμου (1936-1939), που μετά την κατάρρευση της δημοκρατικής Ισπανίας καταφύγανε στην ΕΣΣΔ, δεν έτυχαν και τόσο καλής μεταχείρισης από το τότε σταλινικό καθεστώς. Αυτό φαίνεται πως ίσχυσε και για τους Έλληνες. Εννοώ τους έλληνες κομμουνιστές εθελοντές του Ισπανικού Εμφυλίου, όσους κατόρθωσαν να ξαναγυρίσουν στη Σοβιετική Ένωση. Από εκεί άλλωστε είχαν φύγει για την Ισπανία.

Σε τούτο το σημείωμα θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, να ξεδιπλώσω τη ζωή και τη δράση τού επικεφαλής των ελλήνων εθελοντών, του Δημήτρη Σακαρέλου, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις χαθήκανε κι αυτουνού τα ίχνη στη χώρα που οι κομμουνιστές εκείνου του καιρού ονομάζανε «καρδιά της Γης».

Ο Δημήτρης Σακαρέλος γεννήθηκε στο χωριό Κροκύλι (παλιότερα Παλιοκάτουνο) της Δωρίδας, στα 1900. Όταν τελείωσε το σχολαρχείο, όπως λέγονταν τότε η βαθμίδα εκπαίδευσης ανάμεσα στο δημοτικό και το γυμνάσιο, πήγε στη Λαμία και σπούδασε ελληνοδιδάσκαλος (έτσι λέγανε τότε τους δασκάλους). Εκεί, σύμφωνα με πληροφορίες συγγενών του, ήρθε σ’ επαφή με τον Τάκη Φίτσιο, τον γνωστό κομμουνιστή δημοσιογράφο που εκτελέστηκε στα χρόνια του εμφυλίου, που τον μύησε στις αριστερές ιδέες.

Στο μεταξύ, είχε ξεσπάσει η Ρώσικη Επανάσταση που συγκλόνισε τον κόσμο και, όπως ήταν φυσικό, ο απόηχός της έφτασε και στην Ελλάδα. Ο Σακαρέλος, όταν τελείωσε το διδασκαλείο, έφυγε στη Θεσσαλονίκη. Και από εκεί, μέσω Κωνσταντινούπολης, κατόρθωσε με καράβι να πάει στη Σοβιετική Ένωση, όπου εργάστηκε ως δάσκαλος στους ελληνικούς πληθυσμούς των ναυτών της Μαύρης Θάλασσας. Έβγαλε μάλιστα και την εφημερίδα Σπάρτακο. Εκεί και παντρεύτηκε…

image

Ο Σακαρέλος και η ρωσίδα γυναίκα του Όλγα, σε παραλία της Κριμαίας.

Στην Ελλάδα επέστρεψε γύρω στα 1923-24 μαζί με τη ρωσίδα γυναίκα του. Εδώ δεν δούλεψε ποτέ ως δάσκαλος. Για μια περίοδο απασχολήθηκε ως μεταφραστής στις εκδόσεις Γκοβόστη και στη συνέχεια έπιασε δουλειά στον Πειραιά φορτοεκφορτωτής, πρώτα σε αποθήκη σιτηρών και στη συνέχεια στα καρβουνάδικα. Όσο για τη γυναίκα του, όπως λέγεται, για ένα διάστημα δούλεψε στη σοβιετική πρεσβεία αλλά γρήγορα την απέλασαν.

Δεν θέλει ρώτημα πως όλο εκείνο το διάστημα του μεσοπολέμου, που παρέμεινε στην Ελλάδα, ήταν στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος στον συνδικαλιστικό χώρο. Όσοι τον γνωρίσανε τότε από κοντά διηγούνται πως ήταν ένας άνθρωπος συγκροτημένος, με πολλές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, αλλά και με αρκετή διάθεση αγωνιστικότητας. Γι’ αυτό και είχε κερδίσει την εκτίμηση των συντρόφων του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 βρίσκονταν κρατούμενος στις φυλακές της Αίγινας, καταδικασμένος για τον φόνο του αρχειομαρξιστή Γεωργοπαπαδάτου («αρχειοφασίστες» τους ονόμαζαν τότε οι του επίσημου Κόμματος). Εκεί, με τη βοήθεια των φυλακισμένων συντρόφων του, αλλά και του έξω κομματικού μηχανισμού, κατόρθωσε, μαζί με άλλους κρατούμενους κομμουνιστές (Φλαράκος, Δερβίσογλου, Δουλγέρης, Βαβούδης, Κλειδωνάρης και Θωμάζος), να αποδράσει και να καταφύγει και πάλι στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί, όπως όλα τα στελέχη των ξένων κρατών, αφού φοίτησε για ένα διάστημα στη γνωστή κομματική σχολή για τους ξένους, την KUTV, παρέμενε σε ετοιμότητα για ό,τι χρειαστεί…

Με το ξέσπασμα του φασιστικού πραξικοπήματος στην Ισπανία, στις 18 Ιουλίου 1936, και την έκκληση για βοήθεια της δημοκρατικής κυβέρνησης, ο Δημήτρης Σακαρέλος επικεφαλής μιας ομάδας Ελλήνων (Βαβούδης, Δεληγιάννης, Στεφόπουλος, Κατσικιώτης, Παντελιάς και μερικοί ακόμα) πήγαν στην Ισπανία και εντάχθηκαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες.

image

Ο Σακαρέλος (αριστερά με τον μπερέ) και ο Αναγνώστης Δεληγιάννης στο Αλπαθέτε της Ισπανίας, όπου βρισκόταν το κέντρο εκπαίδευσης των εθελοντών.

Εκεί ήρθαν σ’ επαφή και με όλους τους έλληνες εθελοντές, που από κάθε γωνιά της γης τρέξανε να βοηθήσουν τους δοκιμαζόμενους ισπανούς δημοκράτες και αριστερούς. Ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία μέλη, οπαδοί ή συμπαθούντες του Κομμουνιστικού Κόμματος (ελάχιστοι, 3-5% ήταν οι αρχειομαρξιστές και τροτσκιστές). Γι’ αυτό και όλοι τον αναγνώρισαν σαν τον κομματικό τους υπεύθυνο, αφού άλλωστε μ’ αυτήν την ιδιότητα είχε σταλεί και από τη Μόσχα. Αυτόν άλλωστε αναγνώριζαν και οι Ισπανοί. Το ψευδώνυμό του σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου ήταν «Γιάννης»∙ όλοι ξέρανε όμως πως επρόκειτο για τον Δημήτρη Σακαρέλο.

Δεν μας είναι σχεδόν τίποτα γνωστό για την παραμονή του στη «Χώρα του Μεγάλου Στάλιν» κατά τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και τούτο γιατί τόσο η Ελλάδα όσο και η Σοβιετική Ένωση βρίσκονταν σε πόλεμο ζωής και θανάτου με τον χιτλερικό αλλά και το μουσολινικό φασισμό και κάθε επικοινωνία ήταν αδύνατη.

Με το τέλος του πολέμου και το άνοιγμα των επικοινωνιών, αναζητήθηκε ο Σακαρέλος από τους δικούς του. Και η απάντηση που πήραν ήταν πως σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα στη Γιουγκοσλαβία καθώς ερχόταν στην Ελλάδα με αποστολή. Δεν προσδιορίστηκε όμως ούτε ο ακριβής χρόνος ούτε και ο συγκεκριμένος τόπος του δυστυχήματος. Και η πληροφορία δόθηκε μόνο προφορικά. Ωστόσο πέρασε και σε κάποια βιβλία που ασχολούνται με την ιστορία του αριστερού κινήματος.[1] Έλα όμως που δεν ήταν και τόσο πειστική, όχι μονάχα για τους δικούς του, αλλά και για τους παλιούς του συντρόφους.

Ο παλιός εξόριστος στην ΕΣΣΔ Κώστας Φυλακτόπουλος (Ψαράς) που γνώριζε πολλά πράγματα για τους εκεί έλληνες κομμουνιστές, σε ερώτησή μου για τον Σακαρέλο, μου είπε πως το 1944 θα έρχονταν με τη σοβιετική αποστολή στην Ελλάδα. Τελικά όμως την αποστολή συνόδευσε ο Βαβούδης και ο Σακαρέλος δεν φάνηκε πουθενά…

Ένας στενός του συγγενής μου είπε πως είχε την πληροφορία ότι τον σκότωσαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα στο τέλος του 1944 με εντολή του… Σιάντου, καθώς προσπαθούσε να περάσει στην Ελλάδα.

Ζήτησα πληροφορίες και από δύο σημαντικά στελέχη του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, τον Μήτσο Παρτσαλίδη και τον Πέτρο Ρούσσο. Ο πρώτος μου είπε πως –όπως άκουσε– σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Ο δεύτερος, που τον ρώτησα σε μια στιγμή χαλαρής κουβέντας, χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι του σα να μούλεγε: «Μην το ψάχνεις»!

Τελικά όλοι τον ξεχάσανε. Μονάχα η μάνα του στο χωριό τον περίμενε. Δεν πίστευε τίποτε απ’ αυτά που της λέγανε και δεν ήθελε με τίποτα να πεθάνει πριν τον ιδεί. Τον περίμενε ώς τα 106 της χρόνια! Τελικά δεν ήρθε, κι έφυγε από τη ζωή με το παράπονο…



[1] Βλ. για παράδειγμα την εισαγωγή του Πιέρ Μπρουέ στη μελέτη του Μάριου Εμμανουηλίδη, Αιρετικές διαδρομές, Φιλίστωρ, Αθήνα 2002.