Του Γιάννη Κούτρη
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μικρό και όμορφο ορεινό χωριό, οι άνθρωποι ζούσαν απλά, δουλεύοντας στα χωράφια τους. Δεν ήταν πολλοί οι κάτοικοι, μα είχαν όλοι αποκτήσει μια παράξενη αγάπη: λάτρευαν τα ρολόγια. Για χάρη τους ξόδευαν πολλά χρήματα, κι ο καθένας φορούσε στο χέρι του ένα ακριβό ρολόι.
Τα ρολόγια αυτά δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα. Ήταν ζωντανά και μιλούσαν! Κι όσο χτυπούσαν, οι κάτοικοι χαμογελούσαν και γεμίζανε χαρά. Τα πιο ακριβά τα φόραγαν ο Δήμαρχος και κάποιοι άλλοι άρχοντες.
Στην καρδιά του χωριού, στην πλατεία, στεκόταν μία μεγάλη πετρόχτιστη εκκλησία. Στην κορυφή της είχε για στολίδι ένα πολύ παλιό, τεράστιο ρολόι, που δεν έχανε ούτε λεπτό. Το μεγάλο ρολόι κάθε ώρα χτυπούσε και υπενθύμιζε στους κατοίκους τις δουλειές και τις υποχρεώσεις που είχαν. Ο χτύπος του είχε έναν υπέροχο μελωδικό ήχο σαν νανούρισμα που ηρεμούσε τις ψυχές των ανθρώπων. Και ήταν τόσο ωραίος αυτός ο χτύπος που πολύς κόσμος ερχόταν στο χωριό από κοντά κι από μακριά για να τον ακούσει.
Το ρολόι ήταν περήφανο που χάριζε τη μουσική του στον κόσμο. Μα ήξερε καλά πως είχε ανάγκη τη συντήρηση και τη φροντίδα. Τα παλιότερα χρόνια το συντηρούσε και το λάδωνε με μεράκι ο ωρολογοποιός του χωριού που ήταν ξακουστός για την τέχνη του σε όλη την περιφέρεια. Μα τα χρόνια πέρασαν και ο ωρολογοποιός γέρασε και αποσύρθηκε.
Ο γέρος ωρολογοποιός σε αντίθεση όμως με υπολοίπους δεν φορούσε κάποιο ακριβό ή άλλο φανταχτερό ρολόι. Είχε φτιάξει από παλιά μόνος του ένα μικρό, άσχημο ρολογάκι που δεν γυάλιζε, ούτε εντυπωσίαζε. Είχε φθαρμένο λουράκι, το τζαμάκι ήταν γρατζουνισμένο, και το σχήμα του παράξενο. Μόνο στην κορυφή της πλάκας του είχε καρφώσει ένα μικρό αλλά πεντακάθαρο διαμαντάκι που άστραφτε ακόμα και εάν το κοίταζες από μακριά.
– Αυτό είναι η καρδούλα σου, του έλεγε συχνά και το ρολογάκι χαιρότανε πολύ όταν το άκουγε.
Τα χρόνια κυλούσαν και τα ρολόγια του χωριού δούλευαν. Το ρολόι του παπά έψελνε στην εκκλησία, αυτό του Δημάρχου έβγαζε ολόκληρες ομιλίες και όλα βοηθούσαν τους ιδιοκτήτες τους στις δουλειές τους. Όμως κάθε φορά που αυτά τα ρολόγια συναντούσαν το ρολόι του γέρου ωρολογά γελούσαν με το περίεργο σχήμα του.
Κάποτε, το μικρό και άσχημο ρολογάκι αποφάσισε να του μιλήσει:
– Θα ήθελα να αλλάξω, να μοιάζω κι εγώ με τα όμορφα και λαμπερά ρολόγια σαν αυτά του Δημάρχου και του παπά. Όλα τα ρολόγια με κοροϊδεύουν γιατί είμαι το μικρότερο και το ποιο άσχημο. Μακάρι να μπορούσες να με φτιάξεις ομορφότερο.
– Μην το λες αυτό, μικρό μου, απάντησε ο ωρολογάς. Για μένα εσύ είσαι το καλύτερο ρολόι, γιατί σε έχω φτιάξει μόνος μου και έχεις καρδιά διαμαντένια που δεν έχει κανένα.
Το μικρό ρολογάκι κατάλαβε πως ήταν μοναδικό και από τότε δεν στεναχωριόταν για τα λόγια που άκουγε.
Τα χρόνια περνούσαν και τα ρολόγια μιλούσαν, τραγουδούσαν και συνέχιζαν να κάνουν τους χωριανούς χαρούμενους. Μα μια μέρα όμως το μεγάλο ρολόι της εκκλησίας αρρώστησε. Ο ήχος του στην αρχή βάρυνε, ώσπου κάποια στιγμή σώπασε για πάντα.
Το χωριό τότε βούλιαξε στη σιωπή και τη θλίψη. Οι επισκέπτες σταμάτησαν να έρχονται, η πλατεία άδειασε και το χωριό μαράζωσε.
Ο παππάς και ο δήμαρχος πήγαιναν κάθε μέρα και ρώταγαν το ρολόι:
– Τι έπαθες και σταμάτησες; Εξαιτίας σου όλο το χωριό χάνει χρήματα και επισκέπτες! Μας ρήμαξες!
Το ρολόι όμως δεν απαντούσε.
– Είσαι τελικά ένα άχρηστο ρολόι, του είπαν.
Αλλά τα παιδιά που το άκουσαν αντέδρασαν:
– Μην του μιλάτε έτσι, επειδή αρρώστησε, τους φώναξαν! Κοιτάξτε να βρείτε μία λύση!
Τότε ο παππάς πρότεινε να καλέσουν τον ωρολογοποιό αλλά ο δήμαρχος αντέδρασε:
– Αυτόν τον γεράκο με το φθηνό και άσχημο ρολόι; Είναι δυνατόν αυτός να φτιάξει το ρολόι της πλατείας; Ποτέ… Θα φέρουμε τους καλύτερους τεχνίτες από παντού.
Έτσι έγινε λοιπόν και φώναξαν τεχνίτες απ’ όλη την χώρα, αλλά κανένας δεν μπορούσε να το φτιάξει. Τους έλειπε ένα μικρό γρανάζι που κανείς δεν το είχε ούτε μπορούσε να το βρει.
– Έχω μία ιδέα, είπε το ρολόι του Δημάρχου. Γιατί δεν δοκιμάζετε το δικό μου γρανάζι που είναι και το ποιο ακριβό;
Αμέσως οι τεχνίτες το πήραν και δοκίμασαν, αλλά δεν ταίριαξε. Συνέχισαν να προσπαθούν με το γρανάζι από το ρολόι του παπά και όλων των αρχόντων της περιοχής, αλλά μάταια, κανένα δεν ταίριαζε.
Απελπισμένοι τότε σκέφτηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια του γέρου ωρολογά που το συντηρούσε για πολλά χρόνια. Ο ωρολογάς άκουσε με προσοχή την παράκληση του Δημάρχου και των αρχόντων και η όψη του έγινε σκεπτική και μελαγχολική. Περπάτησε για λίγο και έκατσε σε ένα παγκάκι της πλατείας κάτω από το μεγάλο ρολόι για να σκεφτεί. Ξαφνικά άκουσε ένα λυγμό και σηκώνοντας το κεφάλι είδε δάκρυα να κυλούν από τους δείχτες του μεγάλου ρολογιού.
– Εσύ μόνο μπορείς να με σώσεις, του ψιθύρισε το μεγάλο ρολόι. Εσύ με φρόντιζες πάντα. Μην με αφήσεις …
Ο ωρολογάς είχε πάρει την απόφασή του. Γύρισε στο μικρό του ρολογάκι και του είπε:
– Μου φαίνεται πως ήρθε η ώρα να σε αποχωριστώ, μικρό μου ρολογάκι.
– Μην λυπάσαι για εμένα, του απάντησε το ρολογάκι και ένα δάκρυ κύλησε από το μικρό διαμαντάκι του. Είμαι σίγουρος πως από δω και πέρα θα μιλούν για το άσχημο ρολογάκι σου. Σ’ ευχαριστώ για όλα.
Με τρεμάμενα χέρια, ο γεράκος άνοιξε το καπάκι, πήρε το γρανάζι από το άσχημο ρολογάκι και το τοποθέτησε στο μεγάλο της εκκλησίας. Ταίριαξε απόλυτα.
Ξαφνικά, το ρολόι χτύπησε ξανά, σκορπώντας τη μελωδία του σε όλο το χωριό. Οι άνθρωποι έτρεξαν στην πλατεία γεμάτοι χαρά. Το θαύμα είχε γίνει: το πιο άσχημο ρολογάκι είχε σώσει το χωριό!
Από τότε τα ακριβά ρολόγια σώπασαν από ντροπή και μιλούσαν μόνο για να δείχνουν την ώρα. Ο Δήμαρχος ντράπηκε και ζήτησε συγγνώμη και ο γερο-ωρολογάς συνέχισε να φροντίζει αφιλοκερδώς το μεγάλο ρολόι μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκείνο, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, δεν έχασε ποτέ ξανά ούτε δευτερόλεπτο. Κι έτσι, όλοι θυμούνταν για πάντα το άσχημο ρολογάκι με τη διαμαντένια καρδιά που ο γέρος ρολογάς την έκανε φυλαχτό που το φορούσε πάντα επάνω του, κοντά στη δική του καρδιά.
Γιατί στη ζωή δεν έχει σημασία η εξωτερική ομορφιά, αλλά η ομορφιά της ψυχής. Κι αυτή δεν αγοράζεται με τίποτα – μόνο προσφέρεται.
***
Το παραμύθι έγραψε ο Γιάννης Κούτρης προς τιμήτου παππού του Παναγιώτη Μαχά και δημοσιεύθηκε αρχικά στολογοτεχνικό περιοδικό Κεφαλος το 2022. Ο Παναγιώτης Μαχάς ήταν αυτός που αφιλοκερδώς, συντηρούσε τον Γαλλικό μηχανισμό του ρολογιού της πλατείας και είχε τοποθετήσει τις πλάκες- καντράν που υπάρχουν μέχρι και σήμερα.