Ιστορικά
Αθανάσιος Ψαλίδας, ο περίφημος δάσκαλος του Αθ. Λιδωρίκη στα Γιάννινα
20/07/2021
Αθ. Λιδωρίκης σφραγιδοφύλακας του Αλή πασά

Σκόρπιες μνήμες για τον περίφημο δάσκαλό του, Αθανάσιο Ψαλίδα, στα Γιάννινα

Η σχολιασμένη έκδοση, πριν λίγα χρόνια, του Αρχείου του Αλή πασά, που φυλάσσεται στη Γεννάδειο, προσφέρει σημαντικά στοιχεία –άγνωστα ως τώρα, και της ιστορίας του τόπου μας. Ήδη παραθέσαμε δυο επιστολές του επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα και θ’ ακολουθήσουν κι άλλα τεκμήρια σχετικά με την περιοχή μας. Στο παρόν όμως σημείωμά μας, θ’ ασχοληθούμε με την εποχή της κυριαρχίας του αμφιλεγόμενης προσωπικότητας σατράπη της Ηπείρου, μές από τεκμήρια γνωστά και τα περισσότερα ήδη δημοσιευμένα από τον 19ο αι.

Ο Αθανάσιος Λιδωρίκης (1788-1868) γεννήθηκε στο Παλαιοκάτουνο (Κροκύλειο) της Δωρίδας. Η ευκατάστατη οικογένειά του ήθελε να του προσφέρει μια καλή, για τα δεδομένα της εποχής, παιδεία· «Ἡ ἐπαρχία Δωρίδος κατά τὴν ἐποχήν ἐκείνην ἦτο πολύ ὑποδεεστέρα ὡς καὶ ἡ τῶν Σαλώνων κατά τὰ φῶτα, ἠσχολοῦντο οἱ κάτοικοι εἰς τὰ ποίμνια καὶ τὴν γεωργίαν. Ἐπειδή δὲ οἱ γονεῖς μου μὲ εἶχαν προορίσει διὰ τὸ ἱερατικόν σχῆμα καὶ εἰς τὴν ἐπαρχίαν μας δὲν ὑπῆρχε Σχολεῖον μ’ ἔστειλαν εἰς Κράββαρα ὅπου καὶ Σχολεῖα ὑπῆρχον καὶ οἱ κάτοικοι περιουσίας ἀνεπτυγμένας εἶχον. Εἰς Λομποτινάν ὑπό τὴν προστασίαν τῶν προεστώτων Καναβαίων ὑπῆρχον δύο σχολεῖα Ἑλληνικόν καὶ ἀλληλοδιδακτικόν, εἰς τὰ ὁποῖα ἐδίδασκον δύο διδάσκαλοι ἐκ Μεσολογγίου. Ἐλθών ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἐμαθήτευσα μέχρι τινός. Ἐπειδή δὲ οἱ Καναβαῖοι καταδιωκόμενοι ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ ἔφυγον, μετ’ αὐτῶν καὶ οἱ διδάσκαλοι καὶ τὰ σχολεῖα διελύθησαν, ἕνεκα τούτου οἱ γονεῖς μου μὲ παρέλαβον καὶ ἐμελέτουν ἵνα μ’ ἀποστείλωσιν εἰς ἄλλο σχολεῖον» (1).

Εντύπωση προξενεί το γεγονός της έλλειψης σχολείων, κατά τον ύστερο 18ο αι. στην ευρύτερη περιοχή, απ’ το Σχολείο της Βαρνάκοβας, ως τα Σάλωνα και το Γαλαξείδι (2). Πρόσκαιρη ίσως αναστάτωση απ’ τη δράση του αρματολού Λουκά Καλιακούδα (3), ίσως και οικογενειακή προτίμηση στροφής, για διάφορους λόγους, προς την όμορη κοντινή περιοχή Κραββάρων –Ναυπακτίας (4). Η εξόντωση του Λ. Καλιακούδα και η προσκύνηση του διαδεχθέντα αυτόν, Δασκαλάκη, στο Δερβέναγα των Κραββάρων, επέβαλε, «κατά τὸ ἐπικρατοῦν ἔθιμον», την αποστολή και ομήρου στα Γιάννενα. «Ἀπεφασίσθη ἵνα στείλουν ἐμέ καὶ πρὸς περαίωσιν τῶν σπουδῶν μου. § Ἐλθών εἰς Ἰωάννινα ἐπαρουσιάσθην εἰς τὸν Ἀλῆν 12ετής ὤν, ὅστις μὲ ὑπεδέχθη εὐμενῶς καὶ προσκαλέσας τὸν διδάσκαλον Ψαλλίδαν μὲ παρέδωκε πρὸς ἐκπαίδευσιν…» (5).

Ο Αθανάσιος Ψαλίδας (1767-1829) υπήρξε λόγιος, συγγραφέας και διδάσκαλος, μια απ’ τις σημαντικώτερες μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Γιος εμπόρου των Ιωαννίνων, μετά τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, συνέχισε τις σπουδές του στη Ρωσία. Κατόπιν στη Βιέννη, όπου για μια 8ετία ανέπτυξε πλούσια συγγραφική κι εκδοτική δραστηριότητα. Ενώ ετοίμαζε την έκδοση σειράς μεταφράσεων ευρωπαϊκών επιστημονικών έργων, ανακρίθηκε από τις αυστριακές αρχές ως ύποπτος φορέας φιλελεύθερων επαναστατικών ιδεών. Παρ’ ότι δε φυλακίστηκε, αντελήφθη τον κίνδυνο συνέχισης της εκεί παραμονής του κι επέστρεψε στα Γιάννενα.

Λίγο μετά (1796) ανέλαβε τη διεύθυνση της παλιάς Μαρουτσαίας Σχολής. Επειδή εξαντλούνταν τα αποθεματικά της, έπεισε τον δραστηριοποιούμενο στη Ρωσία έμπορο, Ζώη Καπλάνη, να αναλάβει τη συντήρησή της. Γρήγορα ο Α. Ψαλίδας ανέδειξε την Καπλάνειο Σχολή σε ένα απ’ τα σπουδαιότερα κέντρα της νεωτεριστικής ελληνικής παιδείας του 19ου αι. Με σθένος, προσήλωση και συνέπεια επέβαλε τις οργανωτικές και διδακτικές καινοτομίες του, τον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων, την εναρμόνιση με τις απαιτήσεις των καιρών (6). Υιοθέτησε την απλή γλώσσα, εισήγαγε τις φυσικές επιστήμες και τα πειράματά τους, φρόντισε την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης, δίδαξε τα νεώτερα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, πρόσφερε, όπως παρατηρεί ο Λ. Βρανούσης, τη ζωντανή μάθηση που αιώνες είχε στερηθεί ο ελληνισμός (7). Έστελε ακόμη σπουδαστές στην Ιταλία, για εκμάθηση της γλώσσας και των εμπορικών μαθημάτων και στη Γαλλία, επίσης για τη γλώσσα και τα μαθηματικά, ικανούς να τα διδάξουν, όλα αυτά, με την επιστροφή τους στα Γιάννενα (8).

Αθανάσιος Ψαλίδας, Κέρινο
ομοίωμα από Μουσείο Βρέλλη

Εκτός του καθαρά εκπαιδευτικού έργου του ο Α. Ψαλίδας αναμίχθηκε ενεργά στην κοινωνική ζωή και τα προβλήματα της εποχής. Λόγω της μόρφωσης και του ηθικού του κύρους, τον καλούσαν ως αἱρετοκριτή, δηλ. διαιτητή, δικαστή στην επίλυση με δίκαιο και ειρηνικό τρόπο των διαφορών τους οι συμπολίτες του. Όλες αυτές οι δραστηριότητες, δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν κρυφά, ή χωρίς έγκριση του Αλή πασά. Ο Α. Ψαλίδας κέρδισε απ’ την πρώτη στιγμή την εύνοια και την εμπιστοσύνη του. Η γλωσσομάθεια κι η πολιτική του οξυδέρκεια, έκαναν τον Αλή να τον περιλάβει στους στενότατους συνεργάτες του (9) χρησιμοποιώντας τον και στις διαπραγματεύσεις του με Γάλλους, Ρώσους κι Άγγλους, που αλώνιζαν τότε το Ιόνιο και την Αδριατική. Ο περίφημος δάσκαλος όμως διατηρούσε επαφές με τους επαναστατικούς κύκλους και μυστική αλληλογραφία με τον Χρ. Περραιβό, συνεργάτη του Ρήγα. Σε τέτοιο δάσκαλο κοντά μαθήτευσε ο νεαρός όμηρος του Αλή και μάλιστα στα πρώτα χρόνια της πιο δημιουργικής εκπαιδευτικής ορμής του στα Γιάννενα. Παρά τις επιθέσεις, επικρίσεις, υπονομεύσεις κ.λπ. που δεχόταν απ’ τους υπερσυντηρητικούς / αντιδραστικούς κύκλους, ο Α. Ψαλίδας παρέμενε αταλάντευτα υπέρμαχος των φιλελεύθερων απόψεων και ατόμων στα Γιάννενα (10).

Πόσο μαθήτευσε στην Καπλάνειο σχολή, ο Αθ. Λιδωρίκης, δεν μαρτυρείται. Αν πήγε 12ετής (γύρω στα 1800), έζησε τη μετάβαση απ’ την παλιά Μαρουτσαία στην νέα σχολή και σπούδασε επί μιαν 6ετία (11), αναλαμβάνοντας μετά, 18χρονος, γραμματέας του Αλή πασά. Λιτά και σύντομα αυτές τις πληροφορίες περιέλαβε ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του. Σε εκτενές χειρόγραφο που εξέδωσε σε βιβλίο το 1898 στην Αθήνα ο Καρ. Μπεκ, αποδιδόμενο στην κόρη του Αθ. Λιδωρίκη, την Πηνελόπη (12), αναφέρεται ότι ο Αθ. Λιδωρίκης «παρεδόθη ὡς ὅμηρος εἰς τὸν Ἀλῆ πασάν ἀπό τοὺς προύχοντας τοῦ Λιδωρικίου ἑπτά ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, καὶ ἔζησε καὶ ἀνετράφη εἰς Ἰωάννινα, ἐν τῷ ἐκπαιδευτηρίῳ τοῦ ἀρίστου τῶν τότε διδασκάλων τοῦ Γένους Ψαλίδα, ὅπου προκόψας ἐκτάκτως διεκρίθη…» (13). Πειστικώτερη φαίνεται η καταγραφή του ίδιου του Αθ. Λιδωρίκη, που σημειώνει κατόπιν ότι «ὁ Ἀλῆς κατά τὸ 1806 βλέπων τὴν πρόοδόν μου μοὶ παρεχώρησεν οἴκημα ἐντός τοῦ σεραγίου του. Ἔκτοτε ἐγενόμην ἰδιαίτερός του γραμματεύς καὶ ἔγραφον ὅλα τὰ ιδιωτικὰ καὶ μυστικά τοῦ Ἀλῆ ἔγγραφα». (14)

Απ’ τη σπουδαία, αλλ’ επικίνδυνη θητεία του κοντά στον Αληπασά, την ένταξή του στη Φιλική Εταιρεία, την ανάμιξή του στην Επανάσταση και τη σημαντική κατοπινή δράση του ο Αθ. Λιδωρίκης διέσωσε γράφοντας μνήμες και πληροφορίες. Μέσω κάποιου των απογόνων του, το χειρόγραφο έφτασε στα χέρια του Τ. Λάππα, που το δημοσίευσε, με προλεγόμενα ως «Ἀθανασίου Λιδωρίκη Ἀπομνημονεύματα» σε τρεις συνέχειες στον Δ΄ τόμο της «Ηπειρωτικής Εστίας» (1955) (15).


Προσωπογραφία Αθανασίου Λιδωρίκη, 1855.
Λάδι σε μουσαμά, έργο του Διονυσίου Τσόκου.
Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου

Ο Αθ. Λιδωρίκης στα Γιάννενα σχετιζόταν με όλους τους πνευματικούς ανθρώπους που ζούσαν τότε κεί. Για το δάσκαλό του Ψαλλίδα ήταν ο πιο καλός του φίλος (16). Στις σύντομες ενθυμήσεις του ο Αθ. Λιδωρίκης αναφέρεται ξανά στον Ψαλίδα, με αφορμή το βιβλίο του άγγλου περιηγητή Henry Holland (1788-1873) (17). Ο Αληπασάς έβαλε και του το μετέφρασαν στα νεοελληνικά και παρέδωσε το πρωτότυπο και τη μετάφραση στον γραμματέα του Αθ. Λιδωρίκη. Διαβάζοντας αυτός τα διαλαμβανόμενα εκεί περί των Ιωαννίνων κρυφά, είδε τον Ψαλίδα αναφερόμενο στους ανθρώπους που συνάντησε στην επίσκεψή του ο ευρωπαίος περιηγητής και μάλιστα καταγεγραμμένη και την άποψη του δασκάλου περί της Ευρώπης, «ἥτις τὰ φῶτα παρά τῶν Ἑλλήνων λαβοῦσα ἠνείχετο τὴν Ἑλλάδα τοσοῦτον δεινοπαθοῦσαν». Συγκεκριμένα γράφει ο Holland:
«…η βραδινή συντροφιά στο σπίτι του οικοδεσπότη μας ήταν για μας πηγή ευχαρίστησης και πληροφοριών. Η ζωντανή και κοινωνική ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων και η προθυμία τους για συναναστροφή με Ευρωπαίους ταξιδιώτες, έφερε μεγάλο αριθμό ατόμων να μας δουν, και κάναμε γνωριμία εδώ (: Γιάννενα) με πολλούς από τους εξέχοντες εμπόρους και τους περισσότερους λόγιους (πνευματικούς ανθρώπους) της πόλης. Κορυφαίος των τελευταίων ήταν ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο διευθυντής της Ακαδημίας των Ιωαννίνων. Τα γραπτά και η φήμη αυτού του έλληνα έχουν ήδη αναφερθεί, και ο ίδιος δεν αποκρύπτει τα προτερήματά του από εκείνους που τον πλησιάζουν. Στα λατινικά, ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ή ρωσικά, συνεχώς προκαλεί με τον πλούτο των απόψεών του συζητήσεις επί παντός θέματος που θα τεθεί, αλλά με μια φανερή προτίμηση σε ζητήματα που σχετίζονται με τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τη δόξα της χώρας του, την οποία δεν παύει να ταυτίζει με την αρχαία Ελλάδα. Η προκατάληψή του σ’ αυτό το θέμα φανερώνεται ανοιχτά και άμεσα.
Σε μόλις πέντε λεπτά συζήτησης άρχισε να παραπονιέται για την αχαριστία των ευρωπαϊκών εθνών, που δεν ξεπληρώνουν στους σημερινούς Έλληνες τα οφέλη που είχαν αποκομίσει από τους προγόνους τους. «Tι θα πρέπει να έχουν, παρά τις τέχνες, την εκπαίδευση ως παράδειγμα οι Έλληνες προύχοντες; Οι σύγχρονοι απόγονοι αυτών των ανδρών είχαν την ίδια ικανότητα να γίνουν σπουδαίοι, και ήθελαν μια ευκαιρία και μια μικρή βοήθεια μόνο για να τους επιτρέψει να δείξουν τις αρετές τους και να πάρουν τη θέση τους ανάμεσα στα έθνη. Μπορεί και μάλλον αναπόφευκτα θα συμβεί (και αυτό το είπε με κάποια σαρκαστική τραχύτητα) κάποια μέρα να διεκδικήσουν ό,τι έχει λεηλατηθεί υπό των ξένων από τους αρχαίους τους θησαυρούς». Αυτό το θέμα της αχαριστίας της πολιτισμένης Ευρώπης απέναντι στη χώρα τους, είναι το αγαπημένο κάθε Έλληνα, και μακρηγορούν μονότονα με κάθε ξένο που θα τείνει το ους τους σ’ αυτούς.
Παρά την πολιτική υποβάθμισή τους, υπάρχει ένας υψηλός τόνος εθνικής ματαιοδοξίας μεταξύ των Ελλήνων· στο μέρος εκείνο της καταγωγής, που προέρχεται εν μέρει από μια αίσθηση των δικών τους προτερημάτων και της πνευματικής τους υπεροχής έναντι των Τούρκων,που τους περιστοιχίζουν. Έχουν έναν αριθμό παροιμιών στη γλώσσα τους, πολλές από αυτές εύστοχες και καλά σχεδιασμένες και συνηθίζουν να τις χρησιμοποιούν συχνά. Η φιλοδοξία τους να δείχνονται φωτισμένοι και ελεύθεροι από κάθε προκατάληψη είναι πολύ συνηθισμένη· και σ’ αυτήν την αιτία εν μέρει, αλλά ακόμη περισσότερο στις προληπτικές παραδοσιακές συμπεριφορές πηγάζουσες απ’ τη θρησκεία τους, μπορεί να αποδοθεί ο συχνός σκεπτικισμός,που είναι χαρακτηριστικός στην τάξη των διανοούμενων νεοελλήνων.
Ο Ψαλίδας κατέχει πλούτο πληροφοριών της σύγχρονης επιστήμης, αποκτημένο στη Γερμανία και αλλού· αλλά το πνεύμα του φαίνεται να ασχολείται περισσότερο με εκείνες τις σπουδές που έχουν κάποια σχέση με την αρχαία φιλοσοφία των σχολών. Κατέχεται από αξιέπαινο ζήλο προόδου της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και πολύ ενθουσιασμό για την ποίηση αυτής της γλώσσας. Τον έχω ακούσει ν’ απαγγέλλει και να αναλύει επί ώρα λυρικούς στίχους του Αθανάσιου Χριστόπουλου, τον οποίο, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες, θεωρεί σαν τον καλύτερο της σύγχρονης ποίησης, και λίγο κατώτερο στην αξία από τον ίδιο τον Ανακρέοντα».

Γνωρίζοντας το χαρακτήρα του τυράννου, ο Λιδωρίκης αμέσως αντελήφθη τον κίνδυνο. «Ἡ περικοπή ἐκείνη ἤθελε διεγείρει τὴν κατά τοῦ Ψαλίδα ἀντιπάθειαν τοῦ Ἀλῆ καὶ ὁ φιλελεύθερος διδάσκαλος ἤθελε πληρώσει διὰ τῆς κεφαλῆς τὰ πατριωτικά του αἰσθήματα. Ἀπεφάσισα ὅθεν ν’ ἀποσιωπήσω τὰ περί Ψαλίδα» (18). Στις λίγες αυτές γραμμές ο Αθ. Λιδωρίκης αποτυπώνει πολύ ξεκάθαρα τις συνθήκες ζωής και εκείνης της ομάδας των υποδούλων, που παρά την προκοπή τους, τη χρησιμοποίησή τους από την οθωμανική διοίκηση, και στην παραμικράν υπόνοια, ή υποψία που θα μπορούσε να μπη στη σκέψη των δυναστών, διέτρεχαν τον έσχατο κίνδυνο. Ο Αληπασάς έβαλε τον Αθ. Λιδωρίκη και του ανεγίγνωσκε αποσπασματικά τα βράδια τη μετάφραση του βιβλίου του Holland. Στην αρνητική κριτική του, ο Αλής «ὠργίσθη τὰ μέγιστα, λέγων ‘‘Τί εἶχε μ’ ἐμένα αὐτό τὸ κερατά’’» (19).

Εκείνο το διάστημα υπεκλάπη με μη αναφερόμενο τρόπο (που μπορούμε, όμως να υποθέσομε) απ’ τον Ηγούμενο του «ἐν Ζαγόρι μοναστηρίου τῆς Ἀρτσίστας» (20), επιστολή του προς τον τσάρο Αλέξανδρο της Ρωσίας, με κατηγορίες κατά των Τούρκων. Ο Αλής, που είχε λάβει γνώση της επιστολής, δοκίμασε τον Αθ. Λιδωρίκη, αν θα του τη διάβαζε, χωρίς να προσπαθήσει να συγκαλύψει τα ενοχοποιητικά για τον Ηγούμενο στοιχεία. Παρουσία και του γραμματέα του Μάνθου, που άκουγε την αναγιγνωσκόμενη επιστολή, ο Αλής είπε· «Μοῦ εἴπατε διὰ τὸν Ψαλίδαν ὅτι ἦτο εἰς τὴν Ρωσσίαν καὶ ἔγραφε κατά τῶν Τούρκων, ἀμ’ αὐτός τώρα μέσα στὸ σπίτι μου νὰ γράψῃ κατά τῶν Τούρκων. Τί τοῦ πρέπει!» (21). Ο τύραννος μάθαινε και τι έλεγε στη Ρωσία ο Ψαλίδας! Όσο για τον Ηγούμενο, θανατώθηκε ύστερα από βασανιστήρια, ένας απ’ τους τόσους μάρτυρες της τουρκοκρατίας…

Στην αυλή, δηλ. το κυβερνείο του Αληπασά στα Γιάννενα, πέραν των οικείων του, των αξιωματούχων, υπαλλήλων, υπηρετών κ.λπ., ζούσε κι ένας αλβανός μουσουλμάνος απ’ το Δέλβινο, φτωχός, τυφλός (;) ονόματι Χατζη Σεχρέτης, ή Σεχράνης. Δεν ασκούσε κάποιο επάγγελμα, επαίτης, προικισμένος όμως με αυτοσχέδια στιχουργική ικανότητα, στιχοπλόκος, ριμαδόρος, «αὐτοσχεδιάζων καὶ ἀπαγγέλλων ἐκ τοῦ προχείρου στίχους, εἵλκυσε τὴν προσοχήν τοῦ Ἀλῆ, ἀρεσκομένου καθ’ ὑπερβολήν εἰς τὴν κολακείαν» (22). Σ’ αυτόν ο Αληπαάς υπαγόρευε κι ο Χατζη Σεχρέτης μετέτρεπε σε στίχους «τὰ τρόπαια καὶ τὰ κακουργήματα» του τυράννου. Όπως μάλιστα θυμόταν ο Αθ. Λιδωρίκης, όταν ο Αλής εκ των υστέρων εντόπιζε παράλειψη «πολλάκις διέτασσε νὰ προσθέσῃ λεπτομέρειάν τινα διαφυγοῦσαν τὴν προσοχὴν αὐτοῦ» (23).

Όπως και σε άλλες, παλιότερες εποχές, οι στιχοπλόκοι του είδους διέθεταν θαυμαστή ικανότητα απομνημόνευσης. Όμως το «έπος» του Αλή πασά μεγενθυνόμενο χρειάστηκε καταγραφή. Ο Χατζη Σεχρέτης ήταν «πάντῃ ἀγράμματος». Έτσι «οἱ στίχοι του ἀπαγγελλόμενοι ἐγράφοντο ὑπό ἄλλου». Αυτός ήταν ο Παναγιώτης Τριανταφύλλου, εξ Ἀμφίσσης (Σαλωνίτογλους) (24).
Γράφεται συγκεκριμένα στο ποίημα, «Χάτζε Σιρέτης κράζομαι, πτωχός ἀπ’ το σεβντά μου, /ἂν θέλετε νὰ μάθετε καὶ τὸν γραμματικόμου/ Παναγιώτης Σαλωνίτογλους καὶ σκλάβος ταφεντόμου…». Ο Ἀλῆς «ἐτέρπετο ἀκούων ἀναγιγνωσκόμενον τὸ ποίημα… Ἐσκόπει δὲ μάλιστα, ἵνα καὶ διὰ τοῦ τύπου ἐκδώσῃ αὐτό, καὶ πρὸς τοῦτο εἶχε παραδώσει τὸ χειρόγραφον εἴς τινα τῶν ἐν Ἰωαννίνοις λογίων πρὸς ἐπιθεώρησιν» (25). Αυτός ο «λόγιος» προφανώς ήταν ο Α. Ψαλίδας. Όμως «ἐκ τοῦ ἀρχικοῦ, ὡς εἰπεῖν, πρωτοτύπου ἐλήφθησαν κατόπιν ἀντίγραφα, ἀγνοοῦμεν πόσα» (26).

Το ποίημα ο Σ. Αραβαντινός το κρίνει ανιαρό, «ἀφοῦ τινὲς μόνο τῶν πολλῶν στίχων ἐνέχουσι σημασίαν ἱστορικήν καὶ σπουδαιότητα» (27). Τον καιρό που πέρασε απ’ τα Γιάννενα ένας άλλος περιηγητής, ο άγγλος ταγματάρχης William Martin Leake (1777-1860), του κίνησε καθώς φαίνεται την περιέργεια κι «ἐπρομηθεύθην χειρόγραφον ἀντίτυπον … μολονότι εἶναι τοσοῦτον βάρβαρον τὴν στιχουργία, τὴν φράσιν καὶ τὸ αἴσθημα, ἀντάξιον δὲ πρὸς τὰ ἐξεικονιζόμενα κατορθώματα...» (28). Του κέντρισε όμως το ενδιαφέρον η γλώσσα του έργου. Ο Χατζη Σεχρέτης «γιγνώσκων μόνον τὴν τοπικὴν ἑλληνικὴν διάλεκτον τῆς Ἀλβανίας καὶ τῶν πέριξ αὐτῆς, ἄνευ τῆς ἐλαχίστης ἑλληνικῆς μαθήσεως… ὅθεν ἡ γλῶσσα τοῦ ποιήματος καλῶς ἀντιπροσωπεύει τὴν κοινὴν διάλεκτον τῶν μερῶν ἐκείνων (…) Ἡ διαλεκτική ἰδιότης συνίσταται εἰς τὴν συχνὴν χρῆσιν τουρκικῶν λέξεων, προερχομένων οὐχί τόσον ἐκ τῆς μεγάλης γνώσεως τῆς γλώσσης ταύτης παρὰ τῶν μουσουλμάνων τῆς Ἑλλάδος καὶ Ἀλβανίας, ὅσον ἐκ τῶν τουρκικῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων, ἅτινα ὑπῆρξαν ἡ συνέπεια τῆς ἀλλαγῆς τῆς θρησκείας μεταξύ τῶν Ἀλβανῶν» (29). Κατά τον Σ. Αραβαντινό το ιδίωμα του ποιήματος «ἦτο σύνηθες παρ’ ἅπασι σχεδόν τοῖς Ἀλβανοῖς τῆς μέσης καὶ κάτω Ἠπείρου» (30).

Ο Χατζη Σεχρέτης έζησε ως τα 1812 στα Γιάννενα, μετά στάλθηκε σε μιαν ασήμαντη στην Άνω Αλβανία θέση, παραμένοντας ως το θάνατό του (1819), λίγο πριν το τέλος του Αλή. Το 1820 στα Γιάννενα εκτυλίχτηκαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των σουλτανικών στρατευμάτων κατά του Αλή. Η Καπλάνειος Σχολή καταστράφηκε τότε από πυρκαγιά, με την πλούσια βιβλιοθήκη και τ’ άφθονα διδακτικά της όργανα. Ο Αθ. Ψαλίδας διέφυγε στην Κέρκυρα, όπου αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Ιονίου Ακαδημίας. Λόγω των προοδευτικών του απόψεων, δεν του επετράπη να διδάξει. Κατόπιν έγινε διευθυντής του Σχολείου της Λευκάδας, όπου και πέθανε το 1829 (31). Απ’ τη δράση του ίδιου και του κύκλου του, τα Γιάννενα είχαν αναδειχτεί το σημαντικώτερο κέντρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην ελληνική επικράτεια (32).

Την κρίσιμη χρονιά (1865) που ο Κ. Σάθας εξέδωσε το περίφημο Χρονικόν του ιερομόναχου Ευθύμιου Πενταγιώτη, γνώριζε μεγάλη δημοσιότητα και πρόωρην αναγνώριση, επιδιδόμενος σε πολύκαρπες «παλαιογραφικές» έρευνες, συνάντησε, όπως φαίνεται και τον απόμαχο πρεσβύτη πλέον, Αθ. Λιδωρίκη. Ο πρώην Γερουσιαστής είχε στην κατοχή του το χειρόγραφο ποίημα του Χατζη Σεχρέτη που ο Αληπασάς είχε εμπιστευθεί στον Αθ. Ψαλίδα. Ο νεαρός Σάθας, προφανώς μελέτησε το χειρόγραφο, το αντέγραψε κατά τη συνήθειά του κι απ’ τη συζήτηση για την τύχη του, ο Λιδωρίκης κατέληξε στην απόφαση να δωρηθεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Δεν προκύπτει ο δωρητής να έκαμε λόγο στο Σάθα για τα δικά του γραπτά ενθυμήματα. Στο εξώφυλλο μάλιστα του χειρογράφου «ἐν εἴδει ἀφιερώσεως καὶ προλόγου» ο δωρητής Αθ. Λιδωρίκης υπαγόρευσε κι ο Κ. Σάθας με το χέρι του έγραψε επί λέξει· «Ἀνῆκεν εἰς τὸν ἀοίδιμον διδάσκαλον Ἀθαν. Ψαλίδαν, ἔστι δὲ τὸ παρὸν τὸ ὑπό τοῦ Χατζῆ Σεχρέτη πρὸς τὸν Ἀλῆ Πασᾶν σταλέν… Τὸ καθαυτὸ πρωτότυπον ὑπῆρχεν εἰς χεῖρας τοῦ ιατροῦ Κ. Ν. Μαυρομάτη τοῦ ἐκ Κατούνης καὶ ἀντίγραφον ἔλαβεν ὁ Ἄγγλος Leake. Ἐγράφη δὲ καὶ τὸ παρὸν καὶ ἐκεῖνο καθ’ ὑπαγόρευσιν τοῦ ποιητοῦ ὑπὸ τοῦ Παναγιώτου Τριανταφύλλου τοῦ ἐξ Ἀμφίσσης (Σαλωνίτογλου) /Ἐν Ἀθήναις 5 Φεβρουαρίου 1865 /Κ. Σάθας, καθ’ ὑπαγόρευσιν τοῦ Ἀ. Λιδωρίκη…ἔγραψε».

Μεσολαβεί ο θάνατος του Αθ. Λιδωρίκη (1868). Με τη ρωμαλέα του ορμή ο Κ. Σάθας ερευνούσε σε Ελλάδα κι εξωτερικό, εντόπιζε χειρόγραφα σε αρχεία κ.λπ., τα αντέγραφε, τα μελετούσε και σχολιασμένα
προχωρούσε στην έκδοσή τους σε βιβλία, με την επισταμένη του φροντίδα κι επίβλεψη. Στις «Ἱστορικές Διατριβές» του, το 1870, συμπεριέλαβε στο Γ΄ και τελευταίο μέρος την «Ἀληπασιάδα». Ενώ έχει υπ’ όψιν του το αντίγραφο του Leake και παραθέτει από εκεί σε 40 περ. σειρές, εύστοχες κρίσεις για το κείμενο και περί της αξίας του ως ιστορικού μνημείου, σε μετάφραση από την έκδοση του 1835 του άγγλου περιηγητή, αναφέρεται πολύ σύντομα στον «μακαρίτη» Αθ. Λιδωρίκη, σε κάποιες σκόρπιες μνήμες που του είχε διηγηθεί, κάνοντας λόγο για «τὸ ἐν τῇ Ἐθνικῇ Βιβλιοθήκῃ τῶν Ἀθηνῶν περισωζόμενον χειρόγραφον». Για το ποίημα αποφαίνεται ότι «Ἀναμφιβόλως πολλὰς ὑπέστη προσθαφαιρέσεις». Το αντίγραφο του Leake είχε 4.500 στίχους, και τελειώνει στην «καθυπόταξιν τοῦ Σουλίου (1803)», ενώ του Ψαλίδα/Λιδωρίκη/ Εθνικής Βιβλιοθήκης «πλέον τῶν 10.000 στίχων, φθάνει πέραν τῆς καταστροφῆς τῶν Γαρδικιωτῶν (1812)» (33).

Ο Σπ. Αραβαντινός (1843-1906) πολιτικός και συγγραφέας, εξέδωσε το 1895 στην Αθήνα την «Ἱστορία Ἀλῆ Πασᾶ τοῦ Τεπελενλῆ» γραμμένη στη βάση ανεκδότου έργου του πατέρα του Παναγιώτη (1811-1870). Μνημονεύει την «Ἀληπασιάδα» και τη δωρεά του χειρογράφου απ’ τον Αθ. Λιδωρίκη στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέτοντας σε υποσημείωση και το γραφέν απ’ το Σάθα καθ’ υπαγόρευση σημείωμα στο εξώφυλλο, σημειώνοντας ότι απ’ το αποκείμενο στην Εθνική Βιβλιοθήκη αυτό χειρόγραφο «καὶ ἡμεῖς λαβόντες κατεχωρίσαμεν ἐν τέλει τῆς παρούσης ἱστορίας ἀποσπάσματα ἀναγόμενα εἰς τὰ σπουδαιότερα τῶν ἱστορουμένων γεγονότων» (34).

Για τον Αθ. Λιδωρίκη αξίζει ν’ αφιερωθεί κι άλλο ξεχωριστό σημείωμα. Η εδώ αναφορά έγινε στον μεγάλο του δάσκαλο, τον περίφημον Αθανάσιο Ψαλίδα και την καθοριστική συμβολή του ίδιου και του Σχολείου του, στη διαμόρφωση μεταξύ τόσων άλλων και της προσωπικότητάς του σφραγιδοφύλακα του Αλή. Αυτός συνιστούσε ως ένα βαθμό προσωπικότητα νεωτεριστικής πολιτικής στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας και «σχολείο» για τους πρωταγωνιστές της λίγο μετά εκραγείσας ελληνικής Επανάστασης. Οι ιστορικές συνθήκες της αυλής του, κυρίως η μετάπτωση, αναίτια κι αιφνίδια, απ’ την εύνοια στην καταδικαστική δυσμένεια, ο φόβος, η υποχθόνια υπονόμευση, φανερώνουν, όσο το επέτρεψαν τα προσαχθέντα τεκμήρια, την αντιφατικότητα, την επικινδυνότητα, την αγωνία και την ανάγκη ακοίμητης εγρήγορσης για την επιβίωση στην πολύ δύσκολη σχέση οιουδήποτε, όχι μόνο κλέφτη, στρατιωτικού, αλλά και των πλέον εμπίστων από το υπηρετικό του προσωπικό, ως τον περιώνυμο και διεθνώς καταξιωμένο δάσκαλο, με τον σατράπη της Ηπείρου.

Δημήτρης Χ. Παλούκης



(1) Τ. Λάππα, Αθαν. Λιδωρίκη Απομνημονεύματα, ανάτ. απ’ τον Δ΄ τόμ. «Ηπειρωτικής Εστίας», Ιωάννινα 1955, σ. 17.
(2) Βλ. σχετ. Γ. Κολιαβάς, «Ξεφυλλίζοντας τη ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ του Κ. Σάθα: πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μας στους ζοφερούς αιώνες της σκλαβιάς», Α.Ν., φ. 96, Ιαν. –Μαρτ. 2015, σσ. 6-7.
(3) Βλ. Κ. Σάθας, Χρονικόν, 1865, σ. 164 κ.α.
(4) Για τη σχολή Λομποτινάς, βλ. Γ. Μ. Τσατσάνης, Η μεγάλη Λομποτινά, έκδ. Συνδέσμου Αναχωριτών Ναυπακτίας, με παράθεση και σχολιασμό των απόψεων του Α. Λιδωρίκη.
(5) Βλ. Λ.Ι. Βρανούσης «Αθαν. Ψαλίδας ο διδάσκαλος του γένους 1767-1829», Ηπειρωτική Εστία, Ι, 1952, σσ. 331-470.
(6) Διαμόρφωσε σε ευρεία κλίμακα νέο διδακτικό πρόγραμμα κι εδικαιολόγησε τις προσπάθειές του με μια χαρακτηριστική παιδαγωγική και φιλοσοφική θεωρία, G. P. Henderson, Αναβίωση του ελληνικού στοχασμού, 1620-1830, μτφρ. Φ. Βώρου, Αθήναι 1994, σ. 127.
(7) Λ. Ι. Βρανούσης «Αθαν. Ψαλίδας ο διδάσκαλος του γένους 1767-1829», ό.π. 349.
(8) Ο Τ. Λάππας γράφει ότι στο σπίτι του Λιδωρίκη φιλοξενήθηκαν ευρωπαίοι που εκεί έβρισκαν άνθρωπο που να μπορούν να μιλήσουν, γιατί ο Λιδωρίκης εξόν απ’ τα τούρκικα κατάφερε να μάθει καλά γαλλικά και ιταλικά, Τ. Λάππα, Αθαν. Λιδωρίκη Απομνημονεύματα, ό.π. σ. 6.
(9) Μια από τις δυσκολίες του Ψαλίδα (που αποτελούσε όμως και προστασία του ως ένα σημείο) ήταν η ιδιαίτερη και προσεκτικά συντηρούμενη γνωριμία του με τον Αλήπασα, τον Τούρκο διοικητή της Ηπείρου, του οποίου ο Ψαλίδας ήταν έμπιστος και σύμβουλος, ιδιαίτερα στις εξωτερικές υποθέσεις και διαπραγματεύσεις με ξένους επισκέπτες, G. P. Henderson, Αναβίωση του ελληνικού στοχασμού, ό.π., σ. 165.
(10) Λ.Ι. Βρανούσης «Αθαν. Ψαλίδας ο διδάσκαλος του γένους 1767-1829», ό.π. 350.
(11) Για το πλάτος και τη φιλόδοξη φύση του εκπαιδευτικού προγράμματος του Α. Ψαλίδα, βλ. G. P. Henderson, Αναβίωση του ελληνικού στοχασμού, ό.π., σσ. 165-166.
(12) «Σελίδες τινές της Ιστορίας του βασιλέως Όθωνος»· απ’ τον διαδικτυακό τόπο ΑΝΕΜΗ του Παν/μίου Κρήτης, συγγραφέας θεωρείται ο Νικ. Λιδωρίκης, γιος του Αθανασίου κι αδελφός της Πηνελόπης.
(13) Ό.π., σ. 16.
(14) Τ. Λάππα, Αθαν. Λιδωρίκη Απομνημονεύματα, ό.π. σ. 18.
(15) Του Τ. Λάππα (1904-1995) απ’ τη Λιβαδειά, ιστορικού συγγραφέα και λογοτέχνη, θεωρείται σημαντική η προσφορά στη νεοελληνική ιστορική έρευνα, επειδή έφερε στο φως άγνωστα στοιχεία σχετικά με την τουρκοκρατία και το ’21 (Δ. Σταμέλος). Ήταν δέκα χρονών, όταν εγκαταλελειμμένος, φτωχός και πικραμένος έφυγε απ’ τη ζωή στο Παρίσι, ο Κων. Σάθας (1842-1914). Με σπουδές στο Παν/μιο κι εξασφαλισμένο το βιοπορισμό στο δημόσιο o Τ. Λάππας, ευτύχησε να πάρει στα χέρια του αρχεία, έγγραφα, τεκμήρια ιδιαίτερα σημαντικά για την ιστορία του τόπου μας. Ενδεικτικά χρειάζεται να αναφερθεί το βιβλίο του, έκδοση του Δήμου Αμφίσσης, «Αναγνώστης - Νικόλας Γιαγτζής /Γιωργάκης Παπαηλιόπουλος», 1973. Παρ’ ότι μετά τον Σάθα, οι απαιτήσεις κι οι προσδοκίες ως προς την ιστορική έρευνα, τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, τη διασφάλιση των τεκμηρίων, έχουν αυξηθεί, η επιστήμη προχώρησε κι εξελίσσεται, ο Τ. Λάππας σ’ ένα σημαδιακό κείμενο, «Το αρχείο Παπαηλιοπούλου - Λιδωρίκη», περ. «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», τ. 2, Μάρτιος 1969, κατέγραψε αποκαλυπτικά «μερικές σκέψεις για τη μοίρα διαφόρων αρχείων. § Βρίσκονται και σώζονται ακόμα χαρτιά, έγγραφα και γράμματα σε χέρια διαφόρων. Τα έχουν παραπετάξει αδιάφοροι και σαπίζουν μέσα σε τίποτα κασόνια ή παλιοκασέλες… Καμιά φορά μπορεί να χρησιμοποιούν απ’ αυτά για προσάναμμα στο καζάνι της μπουγάδας… § Αν όμως μαθευτή η κατοχή τους και βρεθή κάποιος να τους ζητήσει για έρευνα, ή να τα μελετήση και να δημοσιεύση απ’ αυτά όσα μπορεί να ενδιαφέρουν ιστορικά, ε τότε… Τότε θεωρούν πως χωρίς να το ξέρουν κρατούσαν κρυμμένο θησαυρό, βιός ολάκερο, που κείνη τη στιγμή ανακαλύψανε. Για να τα δώσουν σε κάποιον να τα μελετήση – που άδικη μοίρα τον καταδίκασε ν’ ανασκαλεύη σκονισμένα κι αραχνιασμένα παλιά χαρτιά – θα ζητήσουν τόσα, ώστε να λύσουν το πρόβλημα το οικονομικό τους ως και γι’ αυτά ακόμα τα εγγόνια τους … Να τα χαρίσουν;.. Ποτέ! Πιο καλά έχουν να τα φάη η υγρασία και η μούχλα, ή να γίνουν τροφή για τα ποντίκια και τις κατσαρίδες του σπιτιού τους, παρά να τα δώσουν σε κάποιον που καταπιάνεται μ’ αυτά τα «παλιόχαρτα»… Να πλουτίση αυτός σε βάρος τους! § Αυτή η νοοτροπία που είχαν μερικοί, στάθηκε αφορμή να χαθούν πολλά αρχεία. Άλλα πάλι να μείνουν καταχωνιασμένα, γιατί οι κάτοχοί τους προσμένουν κείνον που θα τα ανταλλάξη ζυγίζοντάς τα με χρυσάφι...», (σ. 14). Την 6σέλιδη χειρόγραφη «Έκθεση», από 28 7βρίου 1845, του Ν. Γιαγτζή, που αναφέρει στο βιβλίο που του εξέδωσε ο Δήμος Αμφίσσης, ούτε ολόκληρη τη δημοσίευσε, ούτε την παρέδωσε, έστω σε αντίγραφο, ούτε απάντησε πού βρισκόταν, όταν του υποβλήθηκε γραπτό σχετικό αίτημα… Πόσο μελαγχολική γίνεται η αναπόληση του προηγηθέντα Σάθα κι αυθόρμητη η επίκληση του σεβασμού των άγραφων κανόνων του επαγγέλματος του ιστορικού…
(16) Τ. Λάππα, Αθαν. Λιδωρίκη Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 6.
(17) “Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, & c. during the years 1812 and 1813”, London, 1815. Στο βιβλίο του η εκτενής σχετικά αναφορά κρίθηκε άξια να παρατεθεί εδώ μεταφρασμένη στα ελληνικά απ’ τον Γ. Κολιαβά και γιατί διασώζει ανάγλυφα τους πόθους των Ελλήνων διανοουμένων της τελευταίας περιόδου της σκλαβιάς, αλλά και γιατί αποκαλύπτει τη στάση των περιηγητών με τα «γενικά σχόλια που είναι σχεδόν πάντοτε αρνητικά για τους συγχρόνους τους Έλληνες» και τις πιο συστηματικές αναφορές τους «στην πνευματική ανάπτυξη και την πολιτιστική τους πρόοδο». Μετά τέλος την «έντονη κριτική σε γενικό επίπεδο, όταν γινόταν αναφορά σε συγκεκριμένους Έλληνες λογίους, συνήθως τα σχόλια ήταν ευνοϊκά», Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, «Οι αντιλήψεις των ξένων για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό», Ο Ερανιστής, τ. 21/1997, σσ. 230, 244.
(18) Τ. Λάππα, Αθαν. Λιδωρίκη Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 29.
(19) Ό.π.
(20)
Μεταξύ των χωριών Αρίστη και Πάπιγκο, 48 χλμ. απ’ τα Ιωάννινα και δίπλα στον ποταμό Βοϊδομάτη, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία με πολλά πλατάνια, στη δ. πλευρά ενός ογκώδους βράχου, είναι κτισμένη η μονή Παναγίας (Κοίμηση της Θεοτόκου) Σπηλιώτισσας, Αρτσίστας (παλιότερη ονομασία της Αρίστης) μικρή μονόκλιτη βασιλική με τρούλο, ξυλόγλυπτο τέμπλο και τοιχογραφίες του 17ου αι. άριστης τέχνης. Κτίστηκε το 1579, με επιγραφές όμως να αναφέρουν το 1665. Εκεί κατέφευγαν οι κάτοικοι και κρύβονταν, όταν κινδύνευαν από τους Τούρκους. Διέθετε μεγάλη περιουσία (μέσα του 17ου αι.). Όταν οι επιδρομές των τουρκαλβανών ερήμωσαν την περιοχή, το μοναστήρι αγόρασε τις περιουσίες των κατοίκων απ’ τους άρπαγες και προσφέροντας δουλειά σε όσους ήθελαν να καλλιεργήσουν τα κτήματα, κατάφερε να ξαναζωντανέψουν τα κατεστραμμένα χωριά Μεσοβούνι και Άγιος Μηνάς. Στα τέλη του 18ου αι. η Μονή Αρτσίστας οδηγήθηκε σε οικονομικό αδιέξοδο, έχασε τα κτήματά της, ενώ φωτιά και ένας σεισμός συμπλήρωσαν την καταστροφή. Σήμερα είναι σχετικά φροντισμένη και ανακαινισμένη.
(21) Τ. Λάππα, Αθαν. Λιδωρίκη Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 30.
(22) Σπυρίδων Π. Αραβαντινός, Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή, Αθήναι 1895, σ. λγ΄.
(23) Κ. Σάθας, Ιστορικαί Διατριβαί, Αθήναι 1870, σ. 126.
(24) Με το κοινό επώνυμο Τριανταφύλλου, για αμφισσείς, ο Ε. Σταθόπουλος στη «Φωκίδα της Επανάστασης», έχει δυο καταχωρίσεις, τον Δημήτριο, σ. 84 και τον Ανδρέα, σ. 263. Άλλα στοιχεία δεν έχουν προκύψει για τον Παναγιώτη Τριανταφύλλου.
(25) Κ. Σάθας, Ιστορικαί Διατριβαί, ό.π., σ. 126.
(26) Σπυρίδων Π. Αραβαντινός, Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή, ό.π., σ. λε΄.
(27) Ό.π.
(28) Κ. Σάθας, Ιστορικαί Διατριβαί, ό.π., σ. 125, μετάφραση προερχόμενη από Leake, Travels in Northern Greece v. I-IV”, London, 1835, τ. Ι, σ. 463. Του αυτού περιηγητή το έργο του Researches in Greece, 1814, είναι ‘‘μια σοβαρή μελέτη της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας (για την οποία δήλωνε «η δημοτική γλώσσα προοδεύει με ταχύ ρυθμό και φυσικά συμβαδίζει με τη βαθμιαία εξάπλωση της παιδείας και της φιλολογίας, που ειδικά την τελευταία 50ετία έχουν επιφέρει μια επανάσταση στην ηθική κατάσταση των Ελλήνων») και πνευματικής ζωής’’, Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, «Οι αντιλήψεις των ξένων για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό», ό.π., σ. 235.
(29) Κ. Σάθας, Ιστορικαί Διατριβαί, ό.π., σ. 125.
(30) Σπυρίδων Π. Αραβαντινός, Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή, ό.π., σ. λγ΄.
(31) Βλ. Σπ. Ι. Ασδραχάς, «Ο τάφος του Αθ. Ψαλίδα και η αμφισβητούμενη επιγραφή του», Πατριδογραφήματα, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2003, σσ. 213-225.
(32) Ιωάννης Ν. Φλώρος, Η παιδεία στα Ιωάννινα κατά την τουρκοκρατία (18ος αι. –αρχές 20ού αι.), Johannesburg, 2005, σ. 110.
(33) Κ. Σάθας, Ιστορικαί Διατριβαί, ό.π., σσ. 125-126.
(34) Σπυρίδων Π. Αραβαντινός, Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή, ό.π., σ. λε΄.