Ειδήσεις
Iστορίες από το χωριό (από την αυτοβιογραφία του Ντίνου Μακρυκώστα)
22/07/2025
Το χωριό της μητέρας μου, το Κροκύλιο, βρίσκεται σε ένα οροπέδιο σε μια ορεινή περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας, γνωστή ως Φωκίδα. Το υψόμετρο του φτάνει περίπου τα 2.700 πόδια (περίπου 820 μέτρα) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και, για τα ελληνικά δεδομένα, είναι μια κατάφυτη περιοχή, με πλούσια πεύκα, πλατάνια και τρεχούμενα νερά. Στο κέντρο του χωριού βρίσκεται η μεγάλη πλατεία, στρωμένη με πλάκες, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Σήμερα, οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού δεν ξεπερνούν τους είκοσι πέντε, το όμορφο πετρόχτιστο σχολείο, χτισμένο το 1904, έχει μετατραπεί σε μουσείο, αφού δεν υπάρχουν πλέον παιδιά για να μορφωθούν εκεί. Στο απόγειό του, θυμάμαι να ζουν εκεί τουλάχιστον τριακόσιες οικογένειες, όλες εξαρτημένες από τη γη για την επιβίωσή τους, εκτρέφοντας ζώα — κυρίως κατσίκες, κότες, πρόβατα και λίγους χοίρους.

Το σχολείο είχε ανεγερθεί αρχικά με χρήματα που κληροδότησε ο τραπεζίτης και φιλάνθρωπος Ανδρέας Συγγρός, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη. Η γενναιοδωρία του Συγγρού χρηματοδότησε πολλά σημαντικά έργα: η κατοικία του στο κέντρο της Αθήνας παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος και σήμερα στεγάζει το Υπουργείο Εξωτερικών. Ανάμεσα στα έργα που φέρουν τη σφραγίδα του είναι και η λεωφόρος Συγγρού, που συνδέει το παλιό Βασιλικό Ανάκτορο (σημερινή Βουλή) με τον Φαληρικό Όρμο, αλλά και η ολοκλήρωση της διώρυγας της Κορίνθου — έργο που μείωσε δραστικά τη ναυτιλιακή διαδρομή, αποφεύγοντας τον περίπλου της Πελοποννήσου και γλιτώνοντας περίπου 430 ναυτικά μίλια. Το Νοσοκομείο Ανδρέας Συγγρός για Δερματικές και Αφροδισιακές Παθήσεις ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1910 και συνεχίζει μέχρι σήμερα να λειτουργεί ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα θεραπείας στον τομέα του.

Το παλιό σχολείο στο Κροκύλιο ήταν κάποτε ένα ζωντανό, γεμάτο ζωή κτίριο, γεμάτο με μαθητές — ανάμεσά τους και η μητέρα μου με τα αδέλφια της. Κατά τους τέσσερις αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας, η μόρφωση βρισκόταν κυρίως στα χέρια του κλήρου. Τα παιδιά δούλευαν στα χωράφια την ημέρα και πήγαιναν στο σχολείο το βράδυ, με τα μαθήματα να επικεντρώνονται, φυσικά, σε εκκλησιαστικά κείμενα. Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η χώρα ξεκίνησε αργά την ανοικοδόμηση του εκπαιδευτικού της συστήματος. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Ανδρέας Συγγρός συνέβαλε καθοριστικά, χρηματοδοτώντας την κατασκευή πολυάριθμων σχολείων ανά την επικράτεια και συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό της εκπαιδευτικής υποδομής του κράτους. Στην επαρχία Φωκίδας μόνο, χρηματοδότησε την κατασκευή τουλάχιστον έξι σχολικών κτιρίων με κοινή αρχιτεκτονική.

Αν και το Κροκύλιο ήταν ο τόπος καταγωγής της μητέρας μου, ο πατέρας μου το αγάπησε βαθιά. Έχοντας χάσει το πατρικό του σπίτι στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, δεν είχε δικά του ριζώματα στα οποία να επιστρέψει. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στη Μικρά Ασία, ούτε καν μετά από πενήντα χρόνια, όταν αυτό θα ήταν εφικτό. Αντί γι’ αυτό, υιοθέτησε το Κροκύλιο σαν δικό του, απολαμβάνοντας την φυσική του ομορφιά και τη συντροφιά των ανθρώπων του, σε τέτοιο βαθμό που έγινε τελικά πιο γνωστός εκεί ακόμη κι από τη μητέρα μου.

Θυμάμαι σαν παιδί να περνώ κάποια καλοκαίρια στο Κροκύλιο. Μέσα από τη μητέρα και τον πατέρα μου, ανέπτυξα μια βαθιά αγάπη για τον τόπο αυτό — αγάπη που μεταδόθηκε και στους γιους μου, τον Γιώργο και τον Στέφανο. Ο Γιώργος, μάλιστα, έχει δημιουργήσει σχέσεις με αρκετές οικογένειες που παραμένουν στο χωριό, βοηθώντας τον τόπο με οικονομική στήριξη και εγκαθιστώντας ελικοδρόμιο που εξυπηρετεί περισσότερα από δώδεκα γύρω χωριά σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Πήγε ακόμη και παραπέρα, προσφέροντας πρόσβαση σε Wi-Fi.

Κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19, αρκετές οικογένειες επέστρεψαν στο Κροκύλιο, καθώς μπορούσαν να εργαστούν εξ αποστάσεως. Καθώς δεν υπήρχε καμία κρατική χρηματοδότηση —ούτε από την περιφέρεια, ούτε από το κεντρικό κράτος—, πολλά δημόσια κτίρια είχαν πέσει σε παρακμή. Η δική μας στήριξη βοήθησε στην αποκατάσταση του κοιμητηρίου της εκκλησίας, στην επισκευή του μνημείου των πεσόντων στους Βαλκανικούς και Παγκόσμιους πολέμους, καθώς και στην αναζωογόνηση αρκετών δημόσιων κτιρίων — με σημαντικότερο όλων το μουσείο, το οποίο κάποτε στέγαζε το σχολείο.

Για τους περισσότερους Έλληνες, η αίσθηση του τόπου είναι θεμελιώδης. Σαν να είναι κωδικοποιημένη στο DNA μας, υπάρχει ένας πνευματικός δεσμός με τους τόπους καταγωγής μας. Ίσως επειδή, εδώ και χιλιετίες, είμαστε λαός που εγκαταλείπει τον τόπο του —είτε για περιπέτεια είτε από οικονομική ανάγκη—, φαίνεται πως όλοι κουβαλάμε μια ξεχωριστή νοσταλγία και αγάπη για τα χωριά και τις γειτονιές των προγόνων μας. Το νιώθω κι εγώ αυτό για τη Σμύρνη, παρόλο που τη γνώρισα μονάχα ως επισκέπτης στα εβδομήντα μου χρόνια· όπως και για τον Πειραιά, αλλά και —ίσως περισσότερο απ’ όλα— για τα όμορφα βουνά της Φωκίδας.

Κροκύλειο 1988: Η θεία μου Μαρία από την πλευρά της μητέρας μου, εγώ, η μητέρα μου, η Μαρί και η Μαρίτσα


Όπως μεγάλο μέρος της Ελλάδας, έτσι και το Κροκύλιο έχει ιστορία που χάνεται στην αρχαιότητα. Πήλινα ευρήματα και μεγάλες πέτρινες κατασκευές μαρτυρούν την παρουσία αρχαίου πολιτισμού, όπως και κάποιοι τάφοι. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, το χωριό λεηλατήθηκε το καλοκαίρι του 426 π.Χ. από τον Αθηναίο στρατηγό Δημοσθένη, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο — το Κροκύλιο φαίνεται πως είχε ταχθεί με το μέρος των Σπαρτιατών. Αναφορές στο Κροκύλιο βρίσκουμε και στη νεότερη ελληνική ιστορία. Ένας από τους γιους του χωριού, ο Θανάσης Λιδωρίκης, υπήρξε γραμματέας του Αλή Πασά, του δεσπότη των Ιωαννίνων, που κυριαρχούσε στην Ήπειρο τις δεκαετίες πριν από την Ελληνική Επανάσταση. Ωστόσο, ήταν ένας σύγχρονός του, και γνώριμός του, που θα άφηνε το βαθύτερο αποτύπωμα στην Ιστορία: ο οικισμός Αβορίτι του Κροκυλίου είναι γενέτειρα του στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη.

Ο Μακρυγιάννης, γεννημένος ως Ιωάννης Τριανταφύλλου το 1797, υπήρξε σημαντικός στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Οι νίκες του ήταν καθοριστικές για την επιτυχία του αγώνα για ανεξαρτησία. Υπέστη πολλά τραύματα, ορισμένα από τα οποία δεν επουλώθηκαν ποτέ εντελώς και τον ταλαιπωρούσαν μέχρι τον θάνατό του. Αν και αγράμματος στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, έγραψε τα Απομνημονεύματά του μόλις έμαθε γραφή και ανάγνωση.

Εκείνη την εποχή, η επίσημη γραπτή μορφή της ελληνικής γλώσσας ήταν η καθαρεύουσα, ένα τεχνητό κατασκεύασμα που συνδύαζε την αρχαία με τη σύγχρονη ελληνική. Η καθαρεύουσα, που καταργήθηκε οριστικά τη δεκαετία του 1980, είχε δημιουργηθεί ως συμβιβασμός ανάμεσα στους μοντερνιστές και τους αρχαιόφιλους που υποστήριζαν την επιστροφή στην Αρχαία Ελληνική. Ο Μακρυγιάννης, όμως, έγραψε τα Απομνημονεύματά του στη δημοτική, στη γλώσσα του λαού, όπως πραγματικά ομιλείτο, και τα ολοκλήρωσε το 1850 — πολύ πριν η δημοτική αρχίσει να αναγνωρίζεται επίσημα. Χρειάστηκαν όμως πάνω από πενήντα χρόνια για να εκδοθούν τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Σήμερα το έργο αυτό θεωρείται ένα από τα πιο λαμπρά δείγματα της ελληνικής λογοτεχνίας στη δημοτική γλώσσα, αλλά και πολύτιμη ιστορική μαρτυρία για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Γεννημένος σε απόλυτη φτώχεια και ορφανός από μικρή ηλικία —αφού ο πατέρας του σκοτώθηκε από άνθρωπο του τοπικού διοικητή— ο Μακρυγιάννης αναγκάστηκε να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις ήδη από την εφηβεία. Παρ’ όλα αυτά, χάρη στη φιλοπονία, την οικονομία και την αταλάντευτη προσήλωσή του, κατάφερε να γίνει πλούσιος σε νεαρή ηλικία. Στα 25 του χρόνια εντάχθηκε στο κίνημα της ανεξαρτησίας, ενσωματώνοντας τις τάξεις της Φιλικής Εταιρείας, της μυστικής οργάνωσης που προετοίμασε και δρομολόγησε την Επανάσταση. Το 1821, λίγο πριν και λίγο μετά την ευλογία του λάβαρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη Μονή Αγίας Λαύρας —γεγονός που θεωρείται ευρέως ως επίσημη έναρξη της εξέγερσης— ο Μακρυγιάννης συνελήφθη από τους Οθωμανούς και φυλακίστηκε. Μετά από τρεις μήνες κατάφερε να δραπετεύσει και πήρε τα όπλα, πολεμώντας για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.

Μετά τη νίκη και τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ο Μακρυγιάννης ακολούθησε μια έντονη δημόσια πορεία. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της συνταγματικής μοναρχίας και οι απόψεις του, μαζί με τις πολιτικές του κινήσεις, τον έφεραν αντιμέτωπο με θανάσιμους εχθρούς. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά μετά από δεκαοκτώ μήνες φυλάκισης, η ποινή του ακυρώθηκε και απελευθερώθηκε. Αργότερα, αναδείχθηκε σε έναν από τους τρεις θεμελιωτές του πρώτου Συντάγματος του ελληνικού κράτους. Στο τέλος της ζωής του, ο βαθμός και ο τίτλος του του αποδόθηκαν εκ νέου, αφού του είχαν αφαιρεθεί κατά την περίοδο των διώξεών του.

Σήμερα, το Κροκύλιο τιμά τον πιο διάσημο γιο του με τα Μακρυγιάννεια, σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων που διεξάγονται κάθε δύο χρόνια, στα μέσα Αυγούστου. Αν και ο Μακρυγιάννης είχε φύγει από το Κροκύλιο πολύ πριν αναμειχθεί στην Επανάσταση, οι κάτοικοι του χωριού, μαζί με αυτούς των γειτονικών περιοχών, συμμετείχαν ενεργά στον Αγώνα ήδη από τις 28 Μαρτίου 1821, όταν πήραν μέρος στην αιματηρή πολιορκία του Λιδωρικίου. Η εθνική αφήγηση περιλαμβάνει και πτυχές της δικής μου οικογενειακής ιστορίας: ο ξάδελφος του παππού μου, ο Κωνσταντίνος Αρμάος, παντρεύτηκε την περιβόητη Μαρία Πενταγιώτισσα — θρυλική καλλονή, της οποίας τα ερωτικά σκάνδαλα αποτέλεσαν αντικείμενο ποιημάτων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών για περισσότερο από έναν αιώνα.

«Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρισσό κριάρια και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλληκάρια...» - Δημοτικό Τραγούδι
Ο θρύλος λέει πως η Μαρία Πενταγιώτισσα είχε σχέσεις με πολλούς άντρες στο χωριό της, τους Πενταγιούς — όλοι μαγεμένοι από την ομορφιά της. Κάποια στιγμή, η ελευθεριότητά της προκάλεσε την οργή όχι μόνο των ανδρών του δικού της χωριού, αλλά και των γειτονικών, αφού αδελφοί, γιοι και σύζυγοι έπεφταν θύματα του πειρασμού της. Όταν έγινε γνωστό ότι είχε μυστικό δεσμό με έναν άντρα ονόματι Δημήτρη Τουρκάκη, ο αδελφός της, ντροπιασμένος από τη συμπεριφορά της και πιεσμένος από τους συγχωριανούς, απαίτησε να διακόψει τη σχέση. Η Μαρία, εξοργισμένη, υποκίνησε τον Τουρκάκη, ο οποίος τελικά δολοφόνησε τον αδελφό της. Και οι δύο συνελήφθησαν.

Η Μαρία, με την εξυπνάδα και τη γοητεία της, κατάφερε να αποδράσει από τη φυλακή αποπλανώντας έναν φύλακα και κατέφυγε στα βουνά ως αντάρτισσα. Τελικά συνελήφθη ξανά και μεταφέρθηκε στο δικαστήριο του Μεσολογγίου, όπου δικάστηκε για την ανθρωποκτονία. Δεν είναι σαφές αν το σώμα των ενόρκων επηρεάστηκε από την ομορφιά της ή από τις φήμες ότι διατηρούσε σχέσεις με δύο χωροφύλακες. Όπως κι αν έχει, το δικαστήριο την αθώωσε και η Μαρία αφέθηκε ελεύθερη.

Μετά την εκτέλεση του Τουρκάκη και τον θάνατο του αδελφού της, η Μαρία βρέθηκε μόνη. Λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή της, δέχτηκε την πρόταση γάμου του ξαδέλφου του παππού μου — ενός χήρου από το Κροκύλιο, με τον οποίο έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, μεγαλώνοντας και φροντίζοντας τα τέσσερα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο. Η Μαρία Πενταγιώτισσα πέθανε το 1885, σε ηλικία εξήντα τεσσάρων ετών, και είναι θαμμένη στο Κροκύλιο.

Αν και η ζωή του πατέρα μου ήταν γεμάτη προκλήσεις, όπως συμβαίνει συχνά με τους πρόσφυγες, τα νεανικά χρόνια της μητέρας μου, της Αναστασίας, δεν ήταν καθόλου ευκολότερα. Στο Κροκύλιο, μεγάλωσε σε μονογονεϊκή οικογένεια. Η μητέρα της, η Κατερίνα, δούλευε ακατάπαυστα για να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της, ενώ ο σύζυγός της έλειπε το μεγαλύτερο μέρος του έγγαμου βίου του στην Αμερική. Το Κροκύλιο ήταν ένα μικρό χωριό. Η φτώχεια διαπερνούσε την ατμόσφαιρα σαν να ήταν οξυγόνο, και όπως στις περισσότερες αγροτικές περιοχές της Ελλάδας εκείνης της εποχής, οι άνθρωποι επιβίωναν χάρη σ’ ό,τι παρήγαγε η γη. Κι όμως, όσο δύσκολη και απλοϊκή κι αν ήταν η ζωή εκεί, υπήρχε αφθονία σε αγάπη, αρμονία και ευτυχία.

Από τους Έλληνες έχουμε κληρονομήσει μεγάλο μέρος της γλώσσας μας — και η λέξη οικονομία είναι μία από αυτές. Ο όρος προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων οίκος (σπίτι) και νόμος (κανόνας, νόμος). Αν κατανοήσουμε την ετυμολογία της λέξης, αποκτούμε και μια εικόνα για το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι εκείνων των εποχών, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες της Κατερίνας. Ο «νόμος του σπιτιού» σήμαινε ότι τίποτα δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένο και ότι όλα πρέπει να γίνονται με λογική και σκοπό — προκειμένου να επιβιώσει η οικογένεια, και αν είναι δυνατόν, να ευημερήσει. Για να θρέψει την οικογένειά της, η Κατερίνα «οικονομούσε»: καλλιεργούσε καλαμπόκι, σιτάρι και λαχανικά, και μεγάλωνε ζώα. Τα ρούχα της ήταν χειροποίητα, φτιαγμένα στον αργαλειό — σαν αυτούς που συναντά κανείς σε αμερικανικά αποικιακά μουσεία —, γνέθοντας μαλλί από πρόβατα και υφαίνοντας υφάσματα για εσώρουχα, ρούχα και κουβέρτες.

Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως τη ρουστίκ Ελλάδα της δεκαετίας του 1920 και του ’30, ήταν ελάχιστες. Όπως και στον Πειραιά, δεν υπήρχε ρεύμα ή τρεχούμενο νερό, και η υγιεινή ήταν φτωχή. Όμως, στο Κροκύλιο, η ζωή ήταν ακόμα πιο βασική. Δεν υπήρχαν φούρνοι ή κρεοπωλεία, για παράδειγμα. Υπήρχε μόνο ένας χασάπης, ο οποίος συνήθως τεμάχιζε σφάγια που του έφερναν οι γείτονες — κυρίως κατσίκες και αρνιά. Τα κοτόπουλα και τα κουνέλια τα έσφαζαν μέσα στο σπίτι.

Οι οικογένειες που είχαν γουρούνια διάλεγαν ένα κάθε χρόνο για σφαγή. Αν δεν υπήρχε άντρας στο σπίτι, βοηθούσε ένας γείτονας και έπαιρνε ως αντάλλαγμα μέρος του κρέατος. Από το γουρούνι φτιάχνονταν λουκάνικα, και από το δέρμα του γίνονταν παπούτσια. Τα γνωστά τσαρούχια, τα κόκκινα υποδήματα που φορούν οι Εύζωνες της Προεδρικής Φρουράς, είναι φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιού. Μόσχοι σφαγιάζονταν σπάνια.

Κάθε σπίτι είχε κότες. Ήταν μικρές, εύκολες στη φροντίδα και οικονομικές στην εκτροφή. Όμως, δεν τις έσφαζαν συχνά, γιατί τους έδιναν αυγά — που ήταν πολύτιμα τόσο για τη διατροφή όσο και για το εμπόριο. Αντί να σφάζουν τις κότες, λοιπόν —που γεννούσαν πολύτιμα αυγά—, έσφαζαν τους κόκορες. Εξάλλου, ένα από τα πιο γνωστά παραδοσιακά ελληνικά φαγητά είναι ο Κόκορας Κοκκινιστός, μαγειρεμένος με ντομάτα και κανέλα.
Και όταν έπιναν, το κοινό ευχολόγιο ήταν:
«Ο Θεός να σου δώσει γιους και θηλυκές κατσίκες»,
γιατί οι γιοι δούλευαν στα χωράφια και δεν χρειάζονταν προίκα, ενώ οι θηλυκές κατσίκες παρήγαγαν γάλα, ένα πολύτιμο αγαθό.

Κάθε παιδί που μεγαλώνει σε αγροτικό περιβάλλον καταλαβαίνει τη σημασία του ημερολογίου και του ρυθμού ζωής που υπαγορεύεται από τις εποχές. Υπάρχουν εποχές για σπορά και για θερισμό, εποχές για αναπαραγωγή των ζώων και για σφαγή. Τον χειμώνα, για παράδειγμα, οι χωρικοί στο Κροκύλιο έσφαζαν τα γουρούνια που είχαν προορίσει για αυτή τη χρήση. Για να διατηρηθεί το κρέας, το αλάτιζαν και το αποθήκευαν στο κρύο, έξω από το σπίτι. Έτσι διαρκούσε περισσότερο. Όταν σφαζόταν ένα ζώο, τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. 

Η τρίχα του μετατρεπόταν σε ύφασμα. Το μαλλί του προβάτου χρησιμοποιούταν για εσώρουχα, πουλόβερ, κουβέρτες και πανωφόρια. Η τρίχα της κατσίκας χρησίμευε για την κατασκευή σκοινιών και αδιάβροχων επενδυμάτων. Τα κέρατα μετατρέπονταν σε μαχαίρια, χερούλια και άλλα εργαλεία. Το δέρμα του ζώου είτε κατεργαζόταν και γινόταν δερμάτινα είδη, είτε χρησιμοποιούταν για να φτιαχτούν ασκοί αποθήκευσης ή παλαίωσης κρασιού και τυριού. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, το δέρμα και τα κέρατα χρησιμοποιούνταν και για την κατασκευή μουσικών οργάνων — όπως η γάϊδα, ένα παραδοσιακό πνευστό που θυμίζει τη σκοτσέζικη γκάιντα. Ακόμα και τα περιττώματα των ζώων επαναχρησιμοποιούνταν ως λίπασμα. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου περίεργο που η ελληνική κουζίνα είναι γεμάτη συνταγές με εντόσθια. Η πατσάς είναι μια παραδοσιακή σούπα από στομάχι και πόδια. Η μαγειρίτσα, πασχαλινή σούπα, φτιάχνεται με έντερα, συκώτι και άλλα σπλάχνα του αμνού. Το κοκορέτσι αποτελείται από καρυκευμένα εντόσθια — συκώτι, νεφρά, καρδιές — τυλιγμένα σε έντερα και ψημένα στη σούβλα.

Όπως σε όλη την Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, τα συκώτια και τα γλυκάδια (ο θύμος αδένας ή το πάγκρεας από μοσχάρι ή αρνί) θεωρούνται λιχουδιές. Κάποτε χαρακτηρισμένα ως φαγητό του φτωχού, σήμερα είναι αστέρες σε πιάτα πολυτελών εστιατορίων. Όταν ταξιδεύω στην Ελλάδα, φροντίζω πάντα να παραγγέλνω τέτοιου είδους φαγητά. Η γεύση μου έχει διαμορφωθεί από την παιδική μου ηλικία — και από την οικονομία της πλήρους αξιοποίησης κάθε μέρους του ζώου.

Εκτός από το κρέας, σχεδόν όλα τα τρόφιμα στο σπίτι παρασκευάζονταν από την ίδια τη νοικοκυρά ή τον νοικοκύρη (νοικοκύρης για τον άντρα, νοικοκυρά για τη γυναίκα). Το ψωμί, για παράδειγμα, φτιαχνόταν από σιτάρι που καλλιεργούταν και θεριζόταν με το χέρι και με δρεπάνι. Μετά τη συγκομιδή, το σιτάρι μεταφερόταν στο αλώνι, έναν κοινόχρηστο υπαίθριο χώρο με κυκλικό, επίπεδο δάπεδο από πέτρα και υπερυψωμένο περίγραμμα, συνήθως χτισμένο σε σημείο με καλή έκθεση στον άνεμο. Εκεί απλωνόταν το στάχυ και ζώα —συνήθως γαϊδούρια ή βόδια— δεμένα σε έναν στύλο, αναγκάζονταν να περπατούν κυκλικά, ποδοπατώντας το άχυρο. Με τον σωστό άνεμο, ο καρπός διαχωριζόταν από τα φλούδια και τα άχυρα, και τα σπυριά συγκεντρώνονταν και μεταφέρονταν σε έναν από τους τρεις υδρόμυλους της περιοχής, όπου αλέθονταν σε αλεύρι.

Τότε, η διατροφή των αγροτών στην Ελλάδα βασιζόταν κυρίως σε λαχανικά και γαλακτοκομικά προϊόντα. Το κρέας ήταν ακριβό και θεωρούνταν πολυτέλεια για γιορτές και σημαντικές περιστάσεις. Η καθημερινή πρωτεΐνη προερχόταν από αυγά, τυριά, όσπρια και γιαούρτι. Στα ορεινά της Φωκίδας, το ψάρι ήταν είδος πολυτελείας — σχεδόν ποτέ δεν καταναλωνόταν.
Ως εκ τούτου, η ελληνική κουζίνα είναι πλούσια σε υπέροχα χορτοφαγικά πιάτα:
– παντζάρια με πουρέ σκόρδου και πατάτας,
– κολοκυθοτηγανιά με πατάτες, κρεμμύδι, σκόρδο και μυρωδικά,
– πατάτες φούρνου με λεμόνι,
– γίγαντες φούρνου με ντομάτα και σκόρδο,
– φάβα με ζωμό λαχανικών,
– γιαούρτι στραγγιστό με μέλι θυμαρίσιο και καρύδια,
– χειροποίητες πίτες,
– φύλλο ανοιγμένο στον πλάστη, γεμιστό με σπανάκι, φέτα, φρέσκα κρεμμυδάκια και άνηθο,
– και βραστά χόρτα με λάδι και λεμόνι.

Όπως οι υπόλοιπες νοικοκυρές του χωριού, έτσι και η Κατερίνα μαγείρευε με αυτά που παρήγαγε:
ψωμί από το δικό της αλεύρι, φαγητά με λαχανικά από το μποστάνι της, λάδι από τις ελιές της, και κρασί από τα σταφύλια της. Όταν έβγαζε το μούστο για το κρασί, μάζευε τα υπολείμματα των σταφυλιών —το στέμφυλο— και τα αποστάζε για να φτιάξει ρακή ή τσίπουρο, όπως λέγεται στην περιοχή, συγγενές με τη ιταλική grappa.

Αλλά ο «Νόμος του Σπιτιού» δεν περιοριζόταν μόνο στα προϊόντα του χωραφιού ή της κουζίνας. Ήταν μια φιλοσοφία ζωής — ένα σύστημα σκέψης και αξιών, όπου κάθε πράξη και κάθε πόρος είχαν σκοπό, μέτρο και σεβασμό. Ήταν η τέχνη της αυτάρκειας και της συνέπειας· ο τρόπος με τον οποίο οικοδομούνταν όχι μόνο το σπίτι, αλλά και η κοινότητα. Τα σπίτια στο χωριό ήταν φτιαγμένα από υλικά που παρείχε η ίδια η γη: πέτρα από το τοπικό έδαφος, αναμεμειγμένη με τσιμέντο για τους τοίχους, στέγες από σχιστόλιθο που εξορυσσόταν από τα κοντινά βουνά, και δοκάρια από ξυλεία κομμένη στα γειτονικά δάση.

Ένα από τα σταθερά χαρακτηριστικά κάθε σπιτιού ήταν ο πέτρινος ξυλόφουρνος, σχεδόν πάντα χτισμένος έξω από το σπίτι, ακριβώς πέρα από τους τοίχους του. Ο φούρνος είχε σχήμα οβάλ και πέτρινο πάτο. Όταν ερχόταν η ώρα για ψήσιμο, η νοικοκυρά άναβε φωτιά μέσα στο φούρνο, τοποθετώντας στο κέντρο του μια επίπεδη πέτρα. Όταν η πέτρα ζεσταινόταν αρκετά, τα κάρβουνα από τα ξύλα μετακινούνταν στα πλάγια ή στο πίσω μέρος του φούρνου, και το ψωμί, τα ταψιά με λαχανικά ή —σε ειδικές περιστάσεις— με κρέας τοποθετούνταν μέσα για να ψηθούν. Για ζέστη, τα περισσότερα σπίτια διέθεταν τζάκι. Αν και οι χειμώνες στη Φωκίδα δεν ήταν ιδιαίτερα μακριοί, μπορούσαν να είναι πολύ ψυχροί. Το χωριό, σκαρφαλωμένο στα βουνά, δεχόταν χιόνια που μπορούσαν να μείνουν για εβδομάδες. Επειδή το τζάκι παρείχε περιορισμένη θερμότητα, οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν το κρύο ντυμένοι σε στρώσεις και σκεπασμένοι με μάλλινες κουβέρτες.

Η μητέρα μου ήταν το δεύτερο από πέντε παιδιά. Ο πρωτότοκος, ο Γιάννης, δεν έζησε μέχρι την εφηβεία. Ακολούθησαν τρεις κόρες — η μητέρα μου, η Ελένη και η Μαρία —, όλες κοντά στην ηλικία μεταξύ τους. Μετά τη γέννηση της τελευταίας κόρης, ο παππούς μου, Θύμιος (σύντμηση του Ευθύμιος), βλέποντας πόσες λίγες ευκαιρίες υπήρχαν στο μικρό χωριό, αποφάσισε να φύγει για την Αμερική, στέλνοντας από εκεί χρήματα όποτε μπορούσε για να στηρίξει την οικογένειά του. Στο χωριό, η γιαγιά μου ήταν γνωστή ως Αρμαοευθυμιάνα — δηλαδή «η γυναίκα του Αρμαού, του Ευθύμιου». Για να γεφυρώσει την απόσταση, ο Θύμιος έστελνε γράμματα στην Κατερίνα με ευανάγνωστη, καλλιγραφική γραφή που εντυπωσίαζε τους γείτονες.

Όμως, παρόλο που ο Θύμιος ήταν περήφανος για το γραφικό του χαρακτήρα, αυτό δεν είχε νόημα για την Κατερίνα: ήταν αγράμματη. Χρειαζόταν να φέρνει τα γράμματα σε κάποια γειτόνισσα για να της τα διαβάζει. Ήταν ιδιωτικός άνθρωπος και αυτό της κόστιζε· την προσέβαλε που οι γείτονες διάβαζαν τα πιο προσωπικά λόγια ανάμεσα σε εκείνη και τον άντρα της. Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως όταν η μητέρα μου έφτασε στην τρίτη δημοτικού. Τότε μπόρεσε να αναλάβει η ίδια το διάβασμα των επιστολών του πατέρα της, αλλά και να γράφει απαντήσεις εκ μέρους της μητέρας της. Παρ’ όλα αυτά, η Κατερίνα όχι μόνο έζησε τη ζωή της χωρίς τη στοργική ζεστασιά ενός συζύγου στο πλευρό της, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να εκφραστεί με οικειότητα ή ερωτική ιδιωτικότητα, καθώς τέτοια πράγματα δεν ήταν κατάλληλα για να τα βλέπει η νεαρή κόρη της.

Πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες αναζητώντας εργασία. Πολλοί άλλοι επίσης αναχώρησαν για να κυνηγήσουν το αμερικανικό όνειρο. Όπως συμβαίνει με πολλές μεταναστευτικές κοινότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι νεοφερμένοι τείνουν να αναζητούν συγγενείς και συμπατριώτες όταν εγκαθίστανται. Είτε για να βρουν συντροφιά, είτε βοήθεια, είτε επαγγελματικές διασυνδέσεις, επωφελούνται από ένα δίκτυο υποστήριξης που τους βοηθά να πλοηγηθούν στο νέο περιβάλλον και να εγκλιματιστούν στη νέα γλώσσα και κουλτούρα. Ωστόσο, το μειονέκτημα αυτής της πρακτικής είναι ότι τα κουτσομπολιά μεταφέρονταν εύκολα πίσω στο χωριό. Τα νέα για τον Θύμιο που επέστρεφαν στο χωριό δεν ήταν θετικά. Ενώ άλλοι δούλευαν σκληρά και έχτιζαν ένα θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορούσαν να βασιστούν για να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση, ο Θύμιος — γνωστός στην Αμερική ως Μάικ — ήταν ένας αλαζονικός άνθρωπος που περίμενε η τύχη να του χαμογελάσει χωρίς προσπάθεια. Δουλεύοντας ως πορτιέρης ή κάνοντας περιστασιακές δουλειές, έχανε τις ευκαιρίες που οι εργατικοί συμπατριώτες του αξιοποιούσαν.

Εκεί που η σύζυγός του εργαζόταν ακούραστα για να στηρίξει τα παιδιά τους, ο Θύμιος δεν ήταν εργατικός και δεν αναλάμβανε τις ευθύνες του με την απαραίτητη σοβαρότητα και συγκέντρωση. Για αυτό, η Κατερίνα γινόταν αντικείμενο χλευασμού στο χωριό — άλλοτε διακριτικά, άλλοτε ανοιχτά. Το 1925, όταν η μητέρα μου ήταν δεκατριών ετών, ο παππούς μου έκανε το μακρύ ταξίδι με το πλοίο πίσω από τον Ατλαντικό και επέστρεψε στο χωριό. Αν και δεν είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία, είχε καταφέρει να συγκεντρώσει λίγα δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και οι περισσότεροι μετανάστες — αν μη τι άλλο επειδή ζούσε σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο και ξόδευε ελάχιστα από τα κέρδη του.

Κατά τη διάρκεια μιας στάσης στην Αθήνα, αγόρασε τέσσερα μικρά οικόπεδα στα προάστια του Περιστερίου με τις μέτριες οικονομίες που είχε συγκεντρώσει. Σε ένα από αυτά τα οικόπεδα επρόκειτο να χτίσει το σπίτι του, ενώ τα υπόλοιπα θα μοιράζονταν στις κόρες του ως προίκες. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες έφερε μαζί του μερικά ξυλουργικά εργαλεία: ένα ροκάνι και μαχαίρια για ξυλογλυπτική. Τα βρήκα δεκαετίες αργότερα, μετά τον θάνατό του. Ήταν σχεδόν καινούρια, κάτι που δεν με εξέπληξε, καθώς ποτέ δεν ήταν επιδέξιος ούτε είχε κλίση για δουλειές που απαιτούσαν ιδρώτα ή κόπο. Αυτά τα εργαλεία, χαμένα αντικείμενα όπως ήταν, κατάφεραν, με κάποιον τρόπο, να αποτυπώσουν για μένα την ουσία του ανθρώπου.

Όταν τελικά έφτασε στο Κροκύλιο, βρήκε μια οικογένεια που δύσκολα θα μπορούσε να αναγνωρίσει. Είχε λείψει στο εξωτερικό σχεδόν δέκα χρόνια. Ήταν πια το 1926 και η Αναστασία ήταν δεκατεσσάρων, μια νεαρή γυναίκα. Η Ελένη και η Μαρία ήταν λίγα χρόνια μικρότερες. Ο Θύμιος έμεινε στο χωριό για λίγο περισσότερο από έναν χρόνο — αρκετός χρόνος για να γεννηθεί ο γιος του, ο Κώστας. Πριν όμως γεννηθεί το παιδί, βρισκόταν ήδη σε άλλο πλοίο, κατευθυνόμενος και πάλι προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τελικά κατάφερε να εξοικονομήσει αρκετά χρήματα για να αγοράσει ένα μικρό καφενείο (luncheonette) στην περιοχή του Σικάγου.

Ο «Μάικ» δεν επρόκειτο να συναντήσει τον γιο του μέχρι το 1947, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και προς το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα που ακολούθησε. Η Κατερίνα είχε στείλει την Ελένη να ζήσει με την Αναστασία και τον σύζυγό της όταν πρωτοπαντρεύτηκαν. Εκείνη την εποχή, ελάχιστα χωριά στην Ελλάδα παρείχαν εκπαίδευση πέρα από την έκτη τάξη του δημοτικού. Ο Κώστας, που ήταν δεκαπέντε χρόνια μικρότερος από τη μητέρα μου, στάλθηκε στον Πειραιά να ζήσει με την οικογένειά μας όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, για να μπορέσει να τελειώσει το λύκειο στη Νέα Νίκαια. Πριν από τη μετακίνησή του, φοιτούσε στο γυμνάσιο στο Λιδωρίκι. Μετά το λύκειο, η γιαγιά μου τον έστειλε να ζήσει με τον πατέρα του στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου συνέχισε τις σπουδές του, οι οποίες κατέληξαν σε μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις.

Στο χωριό, η Κατερίνα, γνωστή πλέον ως η "Αμερικανίδα", έγινε στόχος των φθονερών γειτόνων. Ήταν η περίοδος της Κατοχής, όταν η Ελλάδα έχασε πάνω από 300.000 ανθρώπους μόνο από την πείνα. Εκείνα τα χρόνια, ο πατέρας μου βοηθούσε την πεθερά του στέλνοντάς της ζάχαρη και καφέ — πολύτιμα εμπορεύματα που δεν παράγονταν στο σπίτι — και τα οποία μπορούσε να χρησιμοποιεί για ανταλλαγή. Αν και δεν τα πήγαινε καλύτερα από τους υπόλοιπους συγχωριανούς της, η ίδια και όσες γυναίκες είχαν συζύγους στις Ηνωμένες Πολιτείες συχνά υπήρχαν υποψίες ότι έκρυβαν αμερικανικό πλούτο.

Σε αυτό το ήδη δύσκολο σκηνικό προστέθηκε και η εμφάνιση ενός κατακερματισμένου αντιστασιακού κινήματος, με ένα από τα πιο ενεργά του σκέλη να έχει ήδη διεισδύσει από Κομμουνιστές. Το γεγονός ότι οι Μαρξιστές με δεσμούς με τη Σοβιετική Ρωσία ήταν ανάμεσα στα πιο γενναία μέλη της Αντίστασης είχε ως αποτέλεσμα να πολωθεί ο πληθυσμός κατά μήκος πολιτικών γραμμών. Αν και οι περισσότεροι Έλληνες δεν ταυτίζονταν φιλοσοφικά με τη μαρξιστική ιδεολογία, σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας υποστήριζε ή έτρεφε συμπάθεια για τους κομμουνιστές αντάρτες, απλώς και μόνο λόγω της αντιληπτής ηρωικότητάς τους στην υπεράσπιση του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της πιο σκοτεινής περιόδου του έθνους.

Πριν καν τελειώσει η Κατοχή, είχαν ήδη ξεκινήσει συγκρούσεις μεταξύ βασιλόφρονων και μετριοπαθών αντιστασιακών ομάδων και των σοβιετικά επηρεασμένων ανταρτών. Όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν, οι κομμουνιστές αντάρτες πολεμούσαν πλέον ανοιχτά για τον έλεγχο του κατεστραμμένου κράτους, καταλαμβάνοντας θέσεις σε όλη τη χώρα. Η καταστροφή που υπέστη το ελληνικό έθνος από τους ναζί κατακτητές ήταν από τις χειρότερες που βίωσε οποιοδήποτε έθνος κατά τη διάρκεια εκείνης της σύγκρουσης. Κι όμως, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε — και έβαλε αδερφό εναντίον αδερφού — άφησε τη χώρα σε ακόμα χειρότερη οικονομική κατάσταση.

Η επίδραση του Εμφυλίου ξεπέρασε κατά πολύ τις οικονομικές συνέπειες. Στη βόρεια Ελλάδα, όπου οι κομμουνιστές κρατούσαν τον έλεγχο για μεγάλο μέρος του πολέμου, λάμβανε χώρα το Παιδομάζωμα. Μικρά παιδιά απάγονταν και αποστέλλονταν σε οικογένειες κομμουνιστικών χωρών πέρα από τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας. Υπολογίζεται ότι πάνω από 28.000 παιδιά χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους κατά τη διάρκεια της τριετούς σύγκρουσης.

Η τραγική εμπειρία της Ελένης Γκατζογιάννη, που καταγράφεται στο βιβλίο Ελένη από τον γιο της, Ελληνοαμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα Nicholas Gage, ήταν εμπειρία κοινή για πολλές γυναίκες και οικογένειες σε όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα όμως κατά μήκος των βαλκανικών συνόρων. Στο απομνημόνευμα, ο Gage αφηγείται την αληθινή ιστορία της μητέρας του, η οποία εκτελέστηκε από τους κομμουνιστές επειδή βοήθησε τα παιδιά της να δραπετεύσουν από το χωριό, το οποίο ελεγχόταν από αντάρτες, όταν έμαθε ότι σκόπευαν να τα πάρουν και να τα στείλουν πέρα από τα σύνορα στην κομμουνιστική Αλβανία. Όπως η Κατερίνα, έτσι και ο σύζυγος της Ελένης ζούσε στο εξωτερικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αν και το Κροκύλιο ήταν μακριά από τα σύνορα όπου λάμβανε χώρα το Παιδομάζωμα, δεν ήταν ασυνήθιστο για τις κομμουνιστικές πολιτοφυλακές να παίρνουν παιδιά και νέους είτε για να τους εκπαιδεύσουν ως μαχητές είτε για να τους χρησιμοποιήσουν ως εργάτες. Από τα τέσσερα παιδιά της γιαγιάς μου, η Μαρία — η μοναδική που ζούσε με την Κατερίνα στο χωριό κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου — ήταν η πιο σκληροτράχηλη. Δούλευε στα χωράφια, φρόντιζε τα ζώα και ήταν παραγωγική σε κάθε πτυχή της ζωής της. Ήταν ένα χαρούμενο κορίτσι, πάντα με ένα χαμόγελο, πρόσχαρη και πρόθυμη να πει έναν καλό λόγο.

Όταν ήταν λίγο πάνω από είκοσι χρονών, την πήραν οι αντάρτες και την έθεσαν στην υπηρεσία τους, να κουβαλάει και να μεταφέρει εφόδια στους συντρόφους τους στα βουνά γύρω από τον αρχαίο χώρο των Δελφών. Μαζί της, οι αντάρτες επιστράτευσαν και ένα μουλάρι. Πιθανότατα, η Μαρία επιλέχθηκε επειδή ήξερε να δουλεύει με το ζώο. Σε κάθε περίπτωση, έλειψε μάλλον πάνω από μία εβδομάδα, καθώς το ταξίδι από το Κροκύλιο στους Δελφούς διαρκούσε αρκετές μέρες. Τελικά, όταν τελείωσαν οι πόλεμοι, η Μαρία παντρεύτηκε έναν άντρα από το κοντινό χωριό των Βαρδουσίων. Έζησε το υπόλοιπο της ζωής της στο Περιστέρι, στο σπίτι που χτίστηκε στο οικόπεδο της προίκας που της είχε δώσει ο πατέρας της.

Το Κροκύλιο υπήρξε πάντα για μένα πνευματικό σπίτι, και φροντίζω να επιστρέφω συχνά και να διατηρώ σχέσεις με τους ανθρώπους που εξακολουθούν να κατοικούν αυτό το ξεχωριστό κομμάτι γήινου παραδείσου. Είχα την τιμή να στηρίξω το χωριό όλα αυτά τα χρόνια, βοηθώντας να μετατραπεί το παλιό σχολείο σε μουσείο και συνδράμοντας σε διάφορα απαραίτητα έργα υποδομής.

Καμιά φορά σκέφτομαι πως, όταν ο κόσμος αυτός κουραστεί από μένα, ίσως να θελήσω να επιστρέψω στο Κροκύλιο για μια τελευταία φορά — οι στάχτες μου να ενωθούν με τη γη που αγάπησα τόσο βαθιά σε όλη μου τη ζωή.

Το παραπάνω κείμενο είναι προϊόν αυτόματης μετάφρασης από το κεφάλαιο 8: Village Tales του βιβλίου "Deno, the journey is its own reward"  του κ. Ντίνου Μακρυκώστα που κυκλοφόρησε τον Μάϊο του 2024 στις Ηνωμένες Πολιτείες,.